ΜΠΑΣΚΕΤ ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ


- Τρελάθηκες ρε Δημητράκη, τρελάθηκες και πετάς τα λεφτά σου να αγοράζεις τις φανέλες του μπάσκετ...

- Θα κάνω ό,τι θέλω, εντάξει;

- Σε καταλαβαίνω μωρέ, σε καταλαβαίνω τι νομίζεις; Σου άρεσε το μπάσκετ, το θυμάμαι. Χτύπησες το ένα πόδι, μετά από λίγο και το άλλο, ε, λίγο ήθελες κι απόγινες. Η μάνα σου όμως ρε δεν έχει λεφτά για τέτοια δεν το ξέρεις; Σε στέλνει στα θελήματα, αλλά δε φέρνεις και πολλά, τα πετάς στις φανέλες, στις αυθεντικές τρομάρα σου. Διακόσια πενήντα ευρώ χάλασες μωρέ για ‘κείνου του Σέρβου. Βούιξε το χωριό. Είναι εποχές τώρα για τέτοια ξοδέματα; Είκοσι οκτώ χρονών έκλεισες πια, πότε θα ωριμάσεις;

- Δεν ξέρεις θείε, και άμα δεν ξέρεις άσ’ το, μην τα πιάνεις καν. Μου λες για το πόδι, μα εγώ δούλεψα και το ‘κανα καλά. Μετά χτύπησα και τ’ άλλο και μου λέει ο γιατρός «ξέχνα το το μπάσκετ».
Έτσι μου ‘πε.

Ξέρεις πού θα ‘χα φτάσει τώρα αν ήμουν καλά; Το παιχνίδι δεν το ένιωσες ποτέ σου, ποτέ μέσα σου. Την ενέργειά του να απλώνεται γύρω σου και να σε κατακτά. Δεν κόπιασες, δεν ίδρωσες, δε βελτιώθηκες. Μπορούσα να παίξω καλά και αυτό το ήξερες, μη μου λες τρελάθηκα, τι θες να γίνει δηλαδή; Το μπάσκετ δεν ήταν χόμπι, δεν ήταν γυμναστική, διασκέδαση. Ήταν μάχη, τρόπος εκδίκησης, χορός, πίστη, καταφύγιο, γλέντι, τέχνη ύψιστη. Έχεις δει ποτέ σου όνειρο να παίζεις μπάσκετ, να τρέχεις, να σουτάρεις, να πέφτεις, με μια ντρίπλα να περνάς τον αντίπαλο, αλλά όταν ξυπνάς να θυμάσαι πως δεν μπορείς καν το πόδι σου να πατήσεις;

Το ξέρεις που τώρα της Άννας της αρέσει εκείνος ο μπασκετμπολίστας; Με νομίζει εμένα πως δεν αξίζω καθόλου μπροστά του. Να ‘χα καλά τα πόδια μου και να βλεπε, τίποτε δεν είναι κείνος, μπράτσα μόνο και κουλ μαλλιά. Μια φορά να παίζαμε, μια φορά. Να τον νικούσα και ας τον παντρευόταν μετά, δε με νοιάζει, μα να τον νικούσα πρώτα. Για να μη νομίζει. Γιατί το ’ξερα καλά το μπάσκετ εγώ, το είχα βάλει στο αίμα. Τώρα όμως άντε να με πιστέψει πως θα τον νικούσα. Τρελό με λέει και κείνη.
Δεν το ξέρεις σου λέω το παιχνίδι, δεν το ξέρεις γαμώτο. Τα έχεις νιώσει εσύ αυτά; Να τυχαίνει στην αρχή της χρονιάς να σου δώσουν τη φανέλα με το ‘4’, αυτή που ήθελες αλλά ντρεπόσουν να το πεις, να παίζεις τη νύχτα για ώρες στο ανοιχτό και να βάζεις εσύ το νικητήριο καλάθι, να βλέπεις πως στ’ αλήθεια έχεις βελτιωθεί, πως ελέγχεις την μπάλα και το σώμα σου πολύ καλά; Να κάνεις τάπα στον τύπο που ήρθε με την κορδέλα στο κεφάλι και τις κάλτσες ως το γόνατο, να βάζεις καλάθι μες τη μούρη του γιου του προέδρου; Να σε βρίζουν όλοι, όπου κι αν πας, να σε κοροϊδεύουν και να γελάνε, μα όταν μπαίνεις στο γήπεδο να τα αφήνεις όλα, να είσαι μόνο εσύ, η μπάλα και το καλάθι; Γι’ αυτό σου λέω, άμα δεν ξέρεις ασ’ τα.

Και για τις φανέλες που μου λες, αγοράζω αυτές που φοράνε οι παίκτες στον αγώνα, εννοώ ακριβώς αυτές, όπως τις βγάλανε και τις αφήσανε στα αποδυτήρια, γι’ αυτό είναι ακριβές, είναι αυτές του αγώνα. Αλλά ξέρεις κάτι; Τις αγοράζω γιατί τις δικαιούμαι. Γιατί αν ήταν τα πόδια μου καλά, αντί για το Σέρβο, μπορεί να ‘παιζα εγώ στον αγώνα. Μπορεί, η φανέλα με το ‘4’, να έλεγε το δικό μου τ’ όνομα.

----

(Το διήγημα είναι μέρος της αυτοοργανωμένης έκδοσης "Ψεύτικος Ντουνιάς", που κυκλοφόρησε στις 20 Νοεμβρίου. Περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ)

σλίτζι_