silver
Mar 18 2009, 20:09
==============================================================================
Ο Γέροντας Παϊσιος για την διαφορά των χαρακτήρων ανάμεσα στους συζύγους
... Μου λένε μερικοί άνδρες: «Δεν συμφωνώ με την γυναίκα μου -είμαστε αντίθετοι χαρακτήρες. Άλλος χαρακτήρας εκείνη, άλλος εγώ! Πώς κάνει τέτοια παράξενα πράγματα ο Θεός; Δεν θα μπορούσε να οικονομήσει μερικές καταστάσεις έτσι, ώστε να ταιριάζουν τα ανδρόγυνα, για να μπορούν να ζουν πνευματικά;».
«Δεν καταλαβαίνετε, τους λέω, ότι μέσα στην διαφορά των χαρακτήρων κρύβεται ή αρμονία του Θεού; Οι διαφορετικοί χαρακτήρες δημιουργούν αρμονία. Αλίμονο, αν ήσασταν ίδιοι χαρακτήρες! Σκεφθείτε τι θα γινόταν, αν λ.χ. και οι δύο θυμώνατε εύκολα• θα γκρεμίζατε το σπίτι. ή, αν και οι δύο ήσασταν ήπιοι χαρακτήρες, θα κοιμόσασταν όρθιοι!...»...
Σε ένα ανδρόγυνο ξέρετε τι είπα; «Επειδή ταιριάζετε, γι' αυτό δεν ταιριάζετε!». Είναι και οι δύο ευαίσθητοι. Αν συμβεί κάτι στο σπίτι, και οι δύο τα χάνουν και αρχίζουν: «Ωχ, τι πάθαμε!» ο ένας, «ωχ, τι πάθαμε!» ο άλλος. Ο ένας δηλαδή βοηθάει τον άλλον να απελπισθεί πιο πολύ. Δεν μπορεί να τον τονώση λίγο «για στάσου, να του πει, δεν είναι και τόσο σοβαρό αυτό που μας συμβαίνει». Το έχω δει αυτό σε πολλά ανδρόγυνα.
Και στην αγωγή των παιδιών, όταν οι σύζυγοι είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, μπορούν περισσότερο να βοηθήσουν. Ο ένας κρατάει λίγο φρένο, ο άλλος λέει: «Άφησε τα παιδιά λίγο ελεύθερα». Αν τα στριμώξουν και οι δύο, θα χάσουν τα παιδιά τους. Και αν τα αφήσουν και οι δύο ελεύθερα, πάλι θα τα χάσουν. Ενώ έτσι βρίσκουν και τα παιδιά μία ισορροπία.
Θέλω να πω ότι όλα χρειάζονται. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεπερνούν τα όρια, αλλά ο καθένας να βοηθάει τον άλλον με τον τρόπο του. Αν φας λ.χ. κάτι πολύ γλυκό, θέλεις να φας και κάτι που είναι λίγο αλμυρό...
==============================================================================
silver
Mar 19 2009, 04:05
==============================================================================
Θα έλθη καιρός, θα σημάνη ημέρα, θα έλθη στιγμή, όπου θα κλείσουν αυτά τα μάτια και θα ανοιχθούν τα της ψυχής. Τότε θα ίδωμεν νέον κόσμον, νέας υπάρξεις, καινήν κτίσιν, νέαν ζωήν μη έχουσαν τέρμα. Ο τίτλος της: «Αθανασία άπειρος». Η μεγάλη πατρίς άνω, άφθαρτος, αιώνιος, η άνω Ιερουσαλήμ, η μήτηρ των πρωτοτόκων, ένθα θα σκηνώσουν αι λελυτρωμέναι ψυχαί, τας οποίας απέπλυνεν εκ του ρύπου το αίμα του Αρνίου του ακάκου!
Τις δύναται να εκφράση δια λόγου και γραφίδος την χαράν, την αγαλλίασιν, την ευτυχίαν των σεσωσμένων εκείνων μακαρίων ψυχών; Μακάριοι οι εν Κυρίω αποθανόντες, ότι αναμένει αυτούς ο πλούτος της του Θεού χρηστότητος. Μακάριος όστις κερδίση λαχνόν δια την άνω πανήγυριν, πλούτος αναφαίρετος, δόξα ως Αυτός ο Θεός είπε: «και είπα υιοί υψίστου, τέκνα Θεού, κληρονόμοι Θεού, συγκληρονόμοι Χριστού».
Ο Κύριος προ του πάθους παρεκάλει τον Ουράνιον Πατέρα δια τους μαθητάς Του και δια τους μέλλοντας πιστεύειν δι’ αυτών: «Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου» (Ιωαν. 17,24 ).
Πόση η αγάπη του Ιησού δι’ ημάς! Έλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εκρεμάσθη επί του Σταυρού, αποδίδοντας εις ημάς την ελευθερίαν και την εξόφλησιν του χρέους προς τον Ουράνιόν Του Πατέρα, και ως προσφιλέστατος αδελφός, μας αξιώνει της συγκληρονομίας, του απείρου πλούτου, του Ουρανίου Του Πατρός!
Ω, οποία αγάπη προς ημάς! Ω, της ψυχρότητός μας προς Αυτόν!
==============================================================================
silver
Mar 19 2009, 15:09
==============================================================================
Ο Γέροντας Παϊσιος για τη σωτηρια της ψυχης μας
- Γέροντα, άλλοι νιώθουν σιγουριά ότι θα σωθούν και άλλοι αμφιβάλουν. Ποια είναι η πιο σωστή τοποθέτηση;
Ο σκοπός είναι ο άνθρωπος να τηρή τις εντολές του Θεού. Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να φτάση σε τέτοια κατάσταση, που, κι αν ο Θεός δεν του δώση τον Παράδεισο, να μην τον πειράξη. Πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι σήμερα ζούμε, αύριο μπορεί να φύγουμε , και πρέπει να κοιτάξουμε πώς θα πάμε κοντά στον Χριστό. Όσοι κατόρθωσαν με την Χάρη του Θεού να γνωρίσουν την ματαιότητα αυτής της ζωής έλαβαν το μεγαλύτερο χάρισμα και δεν είναι ανάγκη να αποκτήσουν το διορατικό χάρισμα, για να προβλέπουν τα μέλλοντα, διότι αρκετό είναι κανείς να προβλέψη, να μεριμνήση για την σωτηρία της ψυχής του και να λάβη τα καλύτερα πνευματικά μέτρα, για να σωθή. Να, βλέπεις, ο Χριστός είπε: « Όσο αξίζει μια ψυχή, δεν αξίζει ο κόσμος όλος » . Πόση αξία δηλαδή έχει μια ψυχή! Για αυτό η σωτηρία της ψυχής είναι μεγάλο πράγμα!
- Δηλαδή, Γέροντα, δεν πρέπει να έχη κανείς την ελπίδα της σωτηρίας και τον φόβο της κολάσεως;
Αν έχη την ελπίδα της σωτηρίας , δεν θα έχη τον φόβο της κολάσεως. Και για να έχη ο άνθρωπος την ελπίδα της σωτηρίας, θα πρέπει να είναι κάπως τακτοποιημένος. Τον άνθρωπο που αγωνίζεται με φιλότιμο, όσο μπορεί, και δεν έχει διάθεση να κάνη αταξίες , αλλά πάνω στον αγώνα του νικιέται- νικάει, νικιέται- νικάει, ο Θεός δεν θα τον αφήση. Αν έχη λίγη διάθεση να μη λυπήση τον Θεό, θα πάη στον Παράδεισο « με τα παπούτσια » . Ο φύσει αγαθός Θεός θα τον σπρώξη στον Παράδεισο σκανδαλωδώς. Θα οικονομήση να τον πάρη την ώρα που βρίσκεται σε μετάνοια. Μπορεί σε όλη του την ζωή να παλεύη, αλλά ο Θεός δεν θα τον αφήση. Θα τον πάρη στην καλύτερη ώρα.
Ο Θεός είναι καλός. Θέλει όλοι να σωθούμε. Αν ήταν να σωθούνε μόνο λίγοι, τότε γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός; Δεν είναι στενή η πύλη του Παραδείσου. Χωράει όλους τους ανθρώπους που σκύβουν ταπεινά και δεν είναι φουσκωμένοι από υπερηφάνεια, αρκεί να μετανοήσουν, να δώσουν δηλαδή το φορτίο των αμαρτιών τους στον Χριστό, και τότε χωρούν να περάσουν εύκολα από την πύλη. Έπειτα έχουμε και το δικαιολογητικό ότι είμαστε χωματένιοι. Δεν είμαστε μόνον πνεύμα όπως οι Άγγελοι. Είμαστε όμως αδικαιολόγητοι , όταν δεν μετανοούμε και δεν πλησιάζουμε τον Σωτήρα μας ταπεινά. Ο ληστής στον σταυρό ένα « ευλόγησον » είπε και σώθηκε. Η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται από το δευτερόλεπτο, όχι από το λεπτό. Ο άνθρωπος με έναν ταπεινό λογισμό σώζεται , ενώ αν φέρη έναν υπερήφανο λογισμό, τα χάνει όλα .
Από φιλότιμο και μόνον πρέπει να σωθούμε. Δεν υπάρχη μεγαλύτερος πόνος για τον Θεό από το να το να δη τον άνθρωπο στην κόλαση. Νομίζω ότι και μόνον η ευγνωμοσύνη στον Θεό για τις πολλές Του ευλογίες και η ταπεινή συμπεριφορά με αγάπη προς τις εικόνες Του , τους συνανθρώπους μας , με λίγο φιλότιμο αγώνα, είναι αρκετά, για να έχουμε αναπαυμένη την ψυχή μας και σε αυτήν την ζωή και στην άλλη.
==============================================================================
silver
Mar 20 2009, 03:40
==============================================================================
Ο Γέροντας Παϊσιος περί αγαθης διαθεσης
- Γέροντα, τι θα γίνουν οι άνθρωποι που έχουν καλωσύνη αλλά δεν πιστεύουν;
Νομίζεις ότι δεν πιστεύουν; Αλλά ας πούμε ότι δεν πιστεύουν. Όταν ήταν μικροί, η μάνα τους δεν τους κοινωνούσε; Αλλά και να μην τους κοινωνούσε , δεν βαφτίσθηκαν, δεν μυρώθηκαν; Δεν είναι γεννημένοι από ορθόδοξες και βαφτισμένες μάνες; Ε, αυτούς τους ανθρώπους που έχουν καλωσύνη, θα δης, ο Καλός Θεός θα τους βολέψη με κάποιο τρόπο, είτε με δοκιμασίες είτε με μια αρρώστια είτε με ταλαιπωρίες είτε με έναν σεισμό είτε με έναν κεραυνό είτε με έναν κατακλυσμό είτε με έναν λόγο κ.λ.π. , και τελικά θα τους πάη στον Παράδεισο. Πολλές φορές ίσως παρουσιασθή και ένας Άγιος ή ένας Άγγελος σε έναν τέτοιο άνθρωπο .παρόλο που δεν δικαιούται αυτήν την μεγάλη ευλογία. Μπορεί όμως να το κάνη και αυτό ο Χριστός ,αφού πρώτα χρησιμοποιήση όλα τα άλλα. Αλλά συχνά τι παθαίνουν οι άνθρωποι αυτοί; Πηγαίνει ο διάβολος και τους ξεγελάει και πολλοί , οι καημένοι , πλανιούνται , γιατί αρχίζει ο διάβολος να τους λέη: « Α, εσένα σου έδειξε τέτοιο μεγάλο θαύμα ,γιατί μπορείς να σώσης τον κόσμο » . Και ο ταλαίπωρος δεν λέει: « Θεέ μου, πώς να Σε ευχαριστήσω; Εγώ δεν ήμουν άξιος για τέτοια χάρη » . Αντί δηλαδή να νιώση συντριβή , δέχεται τους λογισμούς που του φέρνει ο διάβολος και υπερηφανεύεται . Μετά ξαναπηγαίνει ο διάβολος και του στήνει « τηλεόραση », του δείχνει Αγγέλους, Αγίους και του λέει: « Εσύ θα σώσης την οικουμένη » . Αν αυτός ο άνθρωπος συνέλθη, πάλι ο Καλός ο Θεός θα τον βοηθήση.
Πάντως να μην ξεχνούμε ότι όλοι έχουμε κληρονομιά από τον Θεό ,για αυτό σε όλους τους ανθρώπους στο βάθος υπάρχει καλωσύνη . Ο διάβολος όμως όλα τα μολύνει. Μερικοί έχουν διατηρήσει αυτήν την καλωσύνη ,έστω κι αν δεν ζουν κοντά στην Εκκλησία. Ε, αυτούς θα τους βολέψη ο Θεός. Για αυτό, όταν βλέπετε άνθρωπο να έχη παρασυρθή και να έχη αμαρτωλή ζωή, αλλά να είναι πονόψυχος – βλέπει λ.χ. έναν άρρωστο και ραγίζει η καρδιά του, έναν φτωχό και τον βοηθάει – από εκεί να καταλάβετε ότι αυτόν δεν θα τον αφήση ο Θεός , θα τον βοηθήση. Και όταν βλέπετε έναν άνθρωπο απομακρυσμένο από τον Θεό να είναι σκληρός , άσπλαχνος κ.λ.π. ,τότε πρέπει να κάνετε μέρα- νύχτα προσευχή, να κάνη « αποβίβαση » ο Θεός στην καρδιά του , για να πάρει στροφή.
Τα κρίματα του θεού είναι άβυσσος. Ένα πράγμα ξέρω: όσοι ζουν κοσμική ζωή , γιατί δεν βοηθήθηκαν , αλλά παρασύρθηκαν ή και σπρώχθηκαν στο κακό , ενώ είχαν καλή διάθεση , αυτοί συγκινούν τον Θεό και ο Θεός θα τους βοηθήση. Θα χρησιμοποιήση διάφορους τρόπους ,να βρουν τον δρόμο τους . Δεν θα τους αφήση. Ακόμη και την ώρα του θανάτου θα τους οικονομήση να βρίσκωνται σε καλή κατάσταση.
==============================================================================
silver
Mar 21 2009, 06:05
==============================================================================
Πού έφθασε ο κόσμος!
«...Παλιά, καρναβάλια γίνονταν οι άνθρωποι μια φορά τον χρόνο, μόνον τις απόκριες. Τώρα οι περισσότεροι συνέχεια καρναβάλια είναι. Δηλαδή, παλιά έβλεπε κανείς καρναβάλια μια εβδομάδα, μόνον τις απόκριες. Τώρα βλέπει κάθε μέρα... Καθένας ντύνεται όπως του λέει ο λογισμός! έχουν γίνει τελείως παράξενοι. Παλάβωσαν! Λίγοι είναι οι συμμαζεμένοι άνθρωποι, οι σεμνοί, είτε άνδρες είτε γυναίκες είτε παιδιά. Ιδίως οι γυναίκες είναι τελείως χάλια. Σήμερα που κατέβαινα στην πόλη είδα κάποια με μια κορδέλα τόοοσο φαρδιά, σαν επίδεσμο, κάτι μπότες μέχρι επάνω και ένα κοντό φόρεμα. Μου είπαν: « Είναι της μόδας»! Άλλες περπατούν με κάτι τόοσο λεπτά τακούνια! Λίγο να στραβοπατήσουν, στον ορθοπεδικό θά πάνε... Τα δε μαλλιά, μην τα ρωτάς! Μια άλλη – ο Θεός να με συγχωρέση – τι άνθρωπος ήταν; ένα πρόσωπο άγριο, με το τσιγάρο στο στόμα, φου, φου, τα μάτια κόκκινα!... Τώρα λένε ότι έχουν σαν αρχή να μην καπνίζουν στο σπίτι, όταν έχουν μικρά παιδιά. Τα παιδιά εν τω μεταξύ, τα καημένα, έχουν γεννηθεί... καπνιστές ρέγγες! Και από τους καφέδες οι άνθρωποι παθαίνουν· κάνουν κάτι γκριμάτσες... έχει φύγει η Χάρις του Θεου. Τελεία εγκατάλειψη!
Θυμάμαι όταν ήμουν στο Σινά, ήταν και εκεί... μην τα συζητάς! Πόσο πονούσα όταν έβλεπα τις τουρίστριες που έρχονταν στο Μοναστήρι! Τι χάλια ήταν! Σαν να έβλεπα ωραίες εικόνες βυζαντινές, πεταγμένες στα σκουπίδια, μόνο που αυτές είχαν πεταχθεί μόνες τους. (...)
Που έφθασε ο κόσμος!... Μου έστειλαν μια φωτογραφία μιας νύφης, για να κάνω προσευχή να πάη καλά ο γάμος της. Φορούσε ένα νυφικό τελείως χάλια. Τέτοιο ντύσιμο είναι ασέβεια στο Μυστήριο, στον ιερό χώρο της Εκκλησίας. Πνευματικοί άνθρωποι καί δέν σκέφτονται! Τι να κάνουν οι άλλοι; Γιʼ αυτό λέω, αν και τα Μοναστήρια δεν κρατήσουν, δεν υπάρχει φρένο πουθενά· είναι ξέφρενοι οι άνθρωποι σήμερα.
(...) Τήν παλιά εποχή στά πεντακόσια μέτρα μπορούσες νά διακρίνεις αν είναι άνδρας η γυναίκα. Τώρα ούτε από κοντά δέν μπορείς μερικές φορές νά ξεχωρίσεις τί είναι· δέν καταλαβαίνεις· γυναίκα είναι; άνδρας είναι; Γιʼ αυτό αναφέρει η προφητεία ότι θά έρθη εποχή που δεν θα διακρίνονται οι άνθρωποι αν είναι άνδρας ή γυναίκα."
π.ΠΑΙΣΙΟΣ
==============================================================================
silver
Mar 22 2009, 02:41
==============================================================================
Μαθήματα από την ιστορία
Όταν χτίζουμε "πύργους"...
«Ιδού, έρχονται επτά έτη μεγάλης αφθονίας καθ' όλην την γην της Αιγύπτου• και θέλουσιν επέλθει μετά ταύτα επτά έτη πείνης• και όλη η αφθονία θέλει λησμονηθή εν τη γη της Αιγύπτου και η πείνα θέλει καταφθείρει την γην• και δεν θέλει γνωρισθή η αφθονία επί της γης εξ αιτίας εκείνης της πείνης, ήτις μέλλει να ακολουθήση• διότι θέλει είσθαι βαρεία σφόδρα» (Γεν. 41/μα/29-31 )
Τότε που ο Θεός προειδοποίησε τον Φαραώ για τις επικείμενες αποδόσεις των αγρών της Αιγύπτου με το όνειρο των επτά παχιών και επτά ισχνών αγελάδων, ο Ιωσήφ ερμήνευσε ότι επρόκειτο να έρθουν επτά χρόνοι αφθονίας που θα τους ακολουθούσαν επτά χρόνοι πείνας. Η συμβουλή του σοφού δούλου του Θεού ήταν η εξής απλή: «Ας συνάξωσι πάσας τας τροφάς τούτων των ερχομένων καλών ετών, και ας αποταμιεύσωσι σίτον (...) διά τροφάς εις τας πόλεις, και ας φυλάττωσιν αυτόν• και αι τροφαί θέλουσι μένει πεφυλαγμέναι διά την γην εις τα επτά έτη της πείνης, τα οποία θέλουσιν ακολουθήσει (...) διά να μη απολεσθή ο τόπος υπό της πείνης» (εδ. 35-36 ). Με άλλα λόγια, από την αφθονία των πρώτων επτά ετών να εξοικονομήσουν αποθέματα για τα επόμενα δύστυχα χρόνια, ώστε να εξασφαλίσουν τη ζωή τους. (Γεν. 41/μα/ 15-36 ).
Από εκείνη την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα έχουν περάσει πάνω από 3.500 χρόνια, όμως όποιος έχει την προσοχή και παρατηρεί την ιστορία, διαπιστώνει πως αυτή η εναλλαγή περιόδων αφθονίας και στέρησης επαναλαμβάνεται συνεχώς στον πλανήτη μας, αν και με διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Ακόμη και οι ελαιοκαλλιεργητές γνωρίζουν καλά πως τα δέντρα τους τον ένα χρόνο έχουν μεγάλη παραγωγή όμως τον επόμενο έχουν σημαντική στέρηση κ.ο.κ.
Με αυτό το δεδομένο οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουμε διδαχτεί πως οι χορηγίες του Θεού μέσα στα χρόνια δεν είναι σταθερές αλλά προσφέρονται σε κύκλους, τους οποίους εμείς καλούμαστε να διακρίνουμε και να διαχειριζόμαστε σοφά, ώστε τα περισσεύματα των πλούσιων εποχών να αναπληρώνουν τις στερήσεις των δύσκολων εποχών.
Αντί όμως να προσαρμόζουμε τη ζωή μας με τις αρετές της αυτάρκειας και της οικονομίας, εμείς λειτουργούμε εγωκεντρικά και πλεονεκτικά, κατασπαταλώντας κάθε ικμάδα στον μικρότερο χρόνο και με τη μεγαλύτερη ταχύτητα. Αντί να κάνουμε οικονομίες και να διδάσκουμε έτσι τα παιδιά μας, μετατρέπουμε τους εαυτούς μας σε αδηφάγες κάμπιες και ακρίδες που καταναλώνουν και καταναλώνουν έως ότου δεν απομείνει τίποτα.
Μόλις όμως περάσουν οι μεγάλες δυσκολίες κι αρχίσουν να έρχονται οι πρώτες ανάσες παροχών, πέφτουμε πάλι με τα μούτρα στην κατανάλωση, να αγοράσουμε κάθε λογής μη απαραίτητα "αγαθά", να σπαταλήσουμε σε κάθε είδους περιττές "απολαύσεις", να απλώσουμε τα πόδια εκεί που δεν φτάνει το πάπλωμά μας, όπως λέει η παροιμία, και εν τέλει, έχοντας κακομάθει, επεκτεινόμαστε σε σχέδια και προγράμματα μακροπρόθεσμα, για τα οποία κανείς δεν εγγυάται ότι θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε. Δάνεια συνάπτονται, οικοδομές ξεκινούν, αγορές γίνονται χωρίς κεφάλαια, με την ελπίδα ότι κάπου θα βρεθούν τα χρήματα, όμως κάποια στιγμή όλα ξεθυμαίνουν και απομένει απογοήτευση και πίκρα.
Άλλες από τις δύσκολες στιγμές στη ζωή του κόσμου μας έρχονται από φυσικές καταστροφές και άλλες από ανόητες ενέργειες. Γιατί εμείς να μη διδασκόμαστε από τα λάθη και παθήματα των άλλων; Γιατί να είμαστε αδιόρθωτοι και ανεπίδεκτοι μαθήσεως;
Το χειρότερο είναι πως από τα ίδια λάθη κάνουν και άνθρωποι του ευαγγελίου, παρασυρμένοι από τις κοσμικές επιθυμίες και την πλεονεξία.
Πολλοί προσέχουν τα λόγια του Χριστού μόνο για να ανακαλύψουν βαθιά θεολογικά και εσχατολογικά νοήματα... Όμως ο Κύριος έδωσε και πρακτικά μαθήματα. Για το θέμα που εξετάζουμε ας θυμηθούμε το λόγο Του: «Τις εξ υμών, θέλων να οικοδομήση πύργον, δεν κάθηται πρώτον και λογαριάζει την δαπάνην, αν έχη τα αναγκαία διά να τελειώση αυτόν; μήποτε αφού βάλη θεμέλιον και δεν δύναται να τελειώση αυτόν, αρχίσωσι πάντες οι βλέποντες να εμπαίζωσιν αυτόν, λέγοντες• Ότι ούτος ο άνθρωπος ήρχισε να οικοδομή και δεν ηδυνήθη να τελειώση» (Λουκ. 14/ιδ/28-30 ).
Όλοι θα ήθελαν να έχουν από έναν "πύργο" – αν όχι κυριολεκτικά, σίγουρα όμως συμβολικά. Ποιος είναι ο δικός σου "πύργος"; Μήπως είναι ένα σπίτι μεγαλύτερο από τις δυνάμεις σου; Μήπως ένα αυτοκίνητο που προκαλεί την Εφορία να φορολογήσει τα έσοδά σου με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης; Μήπως σπουδές των παιδιών μας σε σχολεία και κολέγια που δεν αντιστοιχούν στην οικονομική σου δύναμη και κοινωνική τάξη;
Δεν ζητούμε εδώ να σχολιάσουμε ή να κατακρίνουμε όσους έχουν τη δυνατότητα να χαίρονται τα προλεχθέντα. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι να προσγειωθούν οι υπερφίαλες ορέξεις και οι ανεδαφικές διεκδικήσεις. Να μάθουμε να «αρκούμεθα» σε όσα υπάρχουν στο χέρι μας και μπορεί να καλύψει η δύναμή μας (Α~ Τιμ. 6/ς/8 ).
Είμαστε άνθρωποι με περιορισμούς και όρια. Ούτε η γνώση μας είναι απέραντη ούτε οι δυνάμεις μας υπεράνθρωπες, ούτε το αύριο είναι στην εξουσία μας. Για το λόγο αυτό πάλι ο αρχαίος σοφός συμβουλεύει: «Σπείρε τον σπόρον σου το πρωΐ, και την εσπέραν ας μη ησυχάση η χειρ σου• διότι δεν εξεύρεις τι θέλει ευδοκιμήσει, τούτο ή εκείνο, ή εάν και τα δύο ήναι επίσης αγαθά» (Εκκλ. 11/ια/6 ). Δεν είναι αποδεκτή η τεμπελιά ή η αδιαφορία. Η προσπάθεια πρέπει να είναι συνεχής και η προκοπή να επιδιώκεται με όλες τις δυνάμεις μας. Ίσως γίνουν λάθη, ίσως αποτύχουμε σε κάποια σημεία. Επειδή όμως κανείς δε μπορεί να μας διαβεβαιώσει για το μέλλον, ας μην δίνουμε όλο τον εαυτό μας σε ένα στόχο αποκλειστικά. Ας έχουμε εναλλακτικές λύσεις και τρόπους αποδέσμευσης.
Εκείνοι που έδωσαν τα πάντα στο χρηματιστήριο, σήμερα κλαίνε και θρηνούν για τις απώλειές τους. Κάποιος πούλησε ακόμη και το σπίτι του για να αγοράσει μετοχές που έμειναν άχρηστα χαρτιά. Άλλοι σπατάλησαν τη ζωή τους σε ένα στόχο που έγκαιρα αποδείχτηκε άκαρπος, όμως για το πείσμα τους και την ξεροκεφαλιά τους επέμειναν ώσπου στο τέλος τα έχασαν όλα.
Ο σοφός Εκκλησιαστής προτρέπει: «Πάντα όσα εύρη η χειρ σου να κάμη, κάμε κατά την δύναμίν σου» (Εκκλ. 9/θ/10 ). Δεν είναι κακό να εκμεταλλεύεται κάποιος τις ευκαιρίες που βρίσκει μπροστά του, όμως αυτό να το κάνει ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΝ του. Αν επεκταθείς πάνω από τις δυνάμεις σου, το βέβαιο είναι ότι θα καταβληθείς, θα κουραστείς, θα αγχωθείς και θα "τσακιστείς".
Σήμερα αντιμετωπίζουμε μια ακόμη από τις πολλές οικονομικές κρίσεις της ιστορίας. Οι φρόνιμοι άνθρωποι, που προσέχουν το λόγο του Θεού, χωρίς αμφιβολία θα συναντήσουν κι εκείνοι προβλήματα παρόμοια με τους συνανθρώπους τους. Επειδή όμως είχαν κάνει σωστές κινήσεις θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα με λιγότερες δυσκολίες. Ενώ όσοι περιφρονούν συστηματικά τις θείες διδασκαλίες, χωρίς άλλο θα θλιβούν όπως έγινε και στο παρελθόν.
Στους νέους ανθρώπους θέλουμε να απευθυνθούμε ιδιαίτερα, που δεν τους συνοδεύει η πείρα του παρελθόντος, για να τους συμβουλεύσουμε και να τους ενθαρρύνουμε.
Η εύρεση εργασίας θα είναι δυσκολότερη στο διάστημα που έρχεται. Οι ανέσεις που είχατε μάθει κοντά στους γονείς σας ίσως δεν είναι το ίδιο ευπρόσιτες αύριο. Όμως η λύση των προβλημάτων δεν έρχεται από τους ανθρώπους έρχεται μόνο από τον Θεό.
Ο αρχαίος Ιωσήφ είπε στα αδέλφια του: «Σεις μεν εβουλεύθητε κακόν εναντίον μου• ο δε Θεός εβουλεύθη να μεταστρέψη τούτο εις καλόν, διά να γείνη καθώς την σήμερον, ώστε να σώση την ζωήν πολλού λαού» (Γέν. 50/ν/19 ). Τι καλό θα ήταν αν τούτη την ώρα οι άνθρωποι απευθύνονταν στον Θεό για να μετατρέψει το κακό σε καλό!
Ας μάθουμε να υπολογίζουμε το Νόμο Του και να επιζητούμε το θέλημά Του. Τότε, χωρίς αμφιβολία, όπως και στην περίπτωση που αναφέραμε στην αρχή αυτού του κειμένου, κάποιος "Ιωσήφ" θα υπάρξει και για εμάς, για να βοηθήσει στην ανάγκη μας και να δώσει λύση στα προβλήματά μας.
Ίσως στη δική μας περίπτωση να έρθει με τη μορφή κάποιου ανθρώπου που ο Θεός έβαλε στην κατάλληλη θέση για να βοηθήσει την ώρα της ανάγκης. Ίσως προβάλλει στο δρόμο μας μια ανέλπιστη ευκαιρία. Σίγουρα όμως πίσω από κάθε περίσταση και δυσκολία θα είναι ο Θεός που μόνος Αυτός μπορεί να κάνει την έκβαση. Σ’ αυτόν ας απευθυνθούμε! Από Εκείνον ας ελπίσουμε! Είναι ο μόνος που μπορεί και θέλει το καλό μας! |
==============================================================================
QUOTE(silver @ Mar 22 2009, 02:41 )
==============================================================================
Όλοι θα ήθελαν να έχουν από έναν "πύργο" – αν όχι κυριολεκτικά, σίγουρα όμως συμβολικά. Ποιος είναι ο δικός σου "πύργος"; Μήπως είναι ένα σπίτι μεγαλύτερο από τις δυνάμεις σου; Μήπως ένα αυτοκίνητο που προκαλεί την Εφορία να φορολογήσει τα έσοδά σου με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης; Μήπως σπουδές των παιδιών μας σε σχολεία και κολέγια που δεν αντιστοιχούν στην οικονομική σου δύναμη και κοινωνική τάξη;
Δεν ζητούμε εδώ να σχολιάσουμε ή να κατακρίνουμε όσους έχουν τη δυνατότητα να χαίρονται τα προλεχθέντα. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι να προσγειωθούν οι υπερφίαλες ορέξεις και οι ανεδαφικές διεκδικήσεις. Να μάθουμε να «αρκούμεθα» σε όσα υπάρχουν στο χέρι μας και μπορεί να καλύψει η δύναμή μας (Α~ Τιμ. 6/ς/8 ).
==============================================================================
Από που και εως που ο Χριστιανισμός της αγάπης,του ο έχων δύο χιτώνας να δίνει τον έναν,των κοινών δείπνων των πρώτων ετών,λέει ότι οι κοινωνικές τάξεις πρέπει να καθορίζουν και το επίπεδο σπουδών.Αν η κοινωνία ήταν γνήσια χριστιανική θα ήταν και αταξική.Θα έλεγα να απευθυνθείς με τα αντίστοιχα άφθονα εδάφια προς τους έχοντες.
Φιλικά και όχι εχθρικά,γιατί ο γραπτός λόγος παρεξηγείται.
silver
Mar 23 2009, 06:37
QUOTE(Jabar @ Mar 22 2009, 17:52 )
Από που και εως που ο Χριστιανισμός της αγάπης,του ο έχων δύο χιτώνας να δίνει τον έναν,των κοινών δείπνων των πρώτων ετών,λέει ότι οι κοινωνικές τάξεις πρέπει να καθορίζουν και το επίπεδο σπουδών.Αν η κοινωνία ήταν γνήσια χριστιανική θα ήταν και αταξική.Θα έλεγα να απευθυνθείς με τα αντίστοιχα άφθονα εδάφια προς τους έχοντες.
Φιλικά και όχι εχθρικά,γιατί ο γραπτός λόγος παρεξηγείται.
Έχεις δίκαιο από την οπτική γωνία που το εξετάζεις.
Όμως διαβάζοντας το κείμενο νομίζω ο συγγραφέας εστιάζει την προσοχή του
στην αγωνία του ανθρώπου της εποχής μας και ειδικά των νέων, και προσπαθεί
να προειδοποιήσει για περισσότερη χριστοκεντρική συμπεριφορά.
Ειδικά σήμερα με την παγκόσμια οικονομική κρίση, που έχει δημιουργήσει
ανασφάλεια σε όλους γενικά.
Γράφει π.χ. :
Αντί όμως να προσαρμόζουμε τη ζωή μας με τις αρετές της αυτάρκειας και της οικονομίας, εμείς λειτουργούμε εγωκεντρικά και πλεονεκτικά, κατασπαταλώντας κάθε ικμάδα στον μικρότερο χρόνο και με τη μεγαλύτερη ταχύτητα. Αντί να κάνουμε οικονομίες και να διδάσκουμε έτσι τα παιδιά μας, μετατρέπουμε τους εαυτούς μας σε αδηφάγες κάμπιες και ακρίδες που καταναλώνουν και καταναλώνουν έως ότου δεν απομείνει τίποτα.
Είμαι πατέρας με δύο παιδιά. Έχουν πανεπιστημιακά διπλώματα καλές εργασίες.
Ζούμε στο Μόντρεαλ του Καναδά. Μια χώρα αρκετά πλούσια, και όμως συνεχώς
τους υπενθυμίζω ότι μπορεί, η κρίση που διέρχεται όλος ο πλανήτης, να τα πιάσει και αυτά.
Θα πρέπει να ζουν συντηρητικά, διότι όπως είπα δεν γνωρίζουμε το αύριο.
Νάσαι πάντα καλά.
=============================================================================
silver
Mar 24 2009, 04:36
==============================================================================
Περί την μεσημβρίαν, μετά την Βʼ Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν.
Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και κλάδους σχοίνων.
Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός της Μελάχρως και της θεια-Κρατήρας, της πενθεράς της, φροντίζουσα να έχη εν μέρει τας παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την κοιτάζωσιν οι άνδρες, και ζηλεύη ο σύζυγός της.
Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία και αυτή, ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα: «Αρή, τι τον ήθελες, αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τʼ άστρα... Καλύτερα να γινόμουν καλόγρια!»
Το βέβαιον ήτο ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπεν ούτʼ επί κάλλει ούτε επί μεγέθει σώματος, αλλʼ ανεπλήρου τας ελλείψεις ταύτας διʼ ευστροφίας σώματος και πνεύματος και διά φαιδρότητος και ευθυμίας.
Ο παπα-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαγχροινήν, αγαθωτάτην, ήτις εν αθωότητι εξεκόλαπτε σχεδόν κατʼ έτος έν παπαδόπουλον, χωρίς να την μέλη ούτε διά παλληκαροβότανα, ούτε διά στριφοβότανα, περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες.
Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπαρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος το αρνί, λιανίζων μεθοδικώτατα διʼ όλους, και τρώγων άμα και προπίνων.
Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπαρμπα-Μηλιός, κρατών την τσότραν την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και ένα έκαστον ως εξής:
-Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας τους αιώνας!
Είτα μετά το προοίμιον, εισήλθεν εις την ουσίαν:
-Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μʼ, να χαίρεσαι το πετραχήλι σʼ! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σʼ και τα παιδάκια σʼ! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσης, να τς χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! όπως έτρεξες με το λάδʼ να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα Κρατήρα! Να χαίρεσαι, μʼ έναν καλόν γαμπρό! Ανιψιέ Γιώργη! Τίμια στέφανα! στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε. Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Σμπεθέρα Ξαθή! Καλή λευθεριά! Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό!
Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις.
Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη, κατʼ άλλον όμως στενώτερον τρόπον· ηθέλησε να βρη την γυναίκά του, και ηνάγκασεν αυτήν νʼ απαντήση εις την πρόποσιν:
-Μπρομ!
-Πιε κι δο μʼ!
-Με κρασί!
-Καλώς τʼν αγάπη μʼ τη χρυσή!
Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις έβρεξε τα χείλη.
Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός Ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο.
Αλλʼ ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπαρμπα-Κίτσος, γηραιός χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος από της βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένον εις τα μητρώα, πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς χειρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι του γόνατος και τουζλούκια. Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε φευ! και δήμαρχος) τον είχε στείλει να κάμη Πάσχα εις τα Καλύβια, διά να φυλάξη δήθεν την τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο ανάγκη. Το βέβαιον είναι ότι τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων εξωμεριτών, οίτινες του ήρεσκον του μπαρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και «τσουπλακιές» ή «χαλκοδέρες». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος θα ήτο υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπαρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν κακομάθει οι προκάτοχοί του, έλεγε, - να τον φιλεύση κουλούραν και αυγά. Τι έθιμα!...
Ο μπαρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε να ψάλλη το Χριστός ανέστη κατʼ ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής:
Κʼστο -μπρε- Κʼστος ανέστη
εκ νεκρών θανάτων,
θάνατον μπατήσας,
κʼ έντοις-έντοις μνήμασι,
ζωήν παμμακάριστε!
Και όμως, μεθʼ όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτε έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου Κρητός, του ψάλλοντος το Άλαλα τα χείλη των ασεβών με την εξής προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες! την εικόνα σου την σεπτήν...».
Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εξοχική Λαμπρή
[απόσπασμα]
==============================================================================
silver
Mar 25 2009, 03:49
==============================================================================
Τι είν' η βοή στο Γολγοθά που κόσμος τρέχει απάνω;
-Πηγαίνουν να σταυρώσουν δυο μαζί με κάποιον πλάνο.
-Ποιοι ναν οι δυο, που εκδικητής ο χάρος τους προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, άρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Και ποιος ο πλάνος που κι αυτός θα σταυρωθή μαζί τους;
-Τους Φαρισαίους ρώτησε, είναι δουλειά δική τους!
-Θα πάω να δω...
Είπα να δω κι ήρθαν στο νου μου πάλι,
τα χρόνια που ήμουνα τυφλός. Τυφλός! Εσείς οι άλλοι
δεν ξέρετε πόσο η ψυχή μέσα στα στήθη είν' άδεια,
όταν με μάτια ορθάνοιχτα βαδίζει στα σκοτάδια!
Πως τη θυμούμαι τη στιγμή που εστάθη Aυτός μπροστά μου
και μ' ευσπλαχνίσθη, κι έσκυψε, πήρε πηλό από χάμου
κι αλείφοντας τα μάτια μου με τον πηλό εκείνο,
μου είπε να πάω στου Σιλωάμ τη στέρνα να τα πλύνω!
Όταν τον πρωτοακτίκρυσα τον Φωτοδότη εμπρός μου,
στην όψη του είδα όλες μαζί τις ομορφιές του κόσμου.
Μοσχοβολούσε κι έλαμπε το κάθε κίνημά του...
Φως και τα χείλη, κι η φωνή, τα μάτια κι η ματιά του.
Στα χείλη του η παρηγοριά, στα μάτια του η ελπίδα...
Έστρεψα τότε ολόγυρα τα δυο μου μάτια κι είδα
κάθε που ζει και που δεν ζει, κι είδα παντού γραμμένη
την όψη του, λες κι ήτανε καθρέπτης του η οικουμένη.
Φως η ζωή, χαρά το φως! Ας πάω να δω τον πλάνο
που θα καρφώσουν στο Σταυρό. Κατά το λόφο επάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι οχλοβοή κι αντάρα
χίλιες φωνές σαν μια φωνή κι όλες σαν μια κατάρα.
Που πάει; Σπρώχνει και σπρώχνεται και πνίγεται και πνίγει,
και σταματά προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεις μαυροφόρες που κρατούν μια λιγοθυμισμένη.
Θε νάναι μάνα η δύστυχη! Ξάφνου, με μιας σωπαίνει
το πλήθος που ανταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν, κρότοι
πνιγμένοι μεσ' στα βογγητά! Υψώνονται οι δυο πρώτοι
σταυροί• κανείς δεν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ! Ξανακαρφώνουν
μα βόγγος δεν ακούγεται. Να, και τον τρίτον υψώνουν
............ ......... ......... ......... ......... ......... ......... ......... ......... ......... ....
Πως; Συ που μούδωσες το φως, εσένα πλάνο λένε;
Κι ήταν γραφτό τα μάτια μου να βλέπουν για να κλαίνε;
Τι να τα κάνω και της γης και τ' ουρανού τα κάλλη;
Πάρε το φως που μούδωσες και τύφλωσέ με πάλι!
Ιω. Πολέμης
=============================================================================
silver
Mar 26 2009, 00:43
==============================================================================
25η Μαρτίου 1821
Είναι η μέρα της εθνικής μας παλιγγενεσίας, η πηγή του νεότερου εθνικού μας βίου. Τη μέρα αυτή που διαλέχτηκε για να εξαγγελθεί στην ανθρωπότητα το μήνυμα της έλευσης του Θεανθρώπου, την ίδια μέρα η ελευθερία έκανε τα πρώτα αποφασιστικά βήματα για να επιστρέψει στην πατρίδα μας. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός αυτό. Η μέρα του ευαγγελισμού της Θεοτόκου - μια από τις μεγαλύτερες στιγμές της χριστιανοσύνης - ταυτίστηκε με την αρχή της επανάστασης - παρόλο που η ουσιαστική αρχή της έγινε πολύ νωρίτερα - γιατί και συμβολική σχέση έχουν , αλλά και γιατί η σπίθα που δημιούργησε την έκρηξη ήταν η πίστη . Η πίστη στο Θεό . Και η αγάπη για ελευθερία βέβαια. Μόνο που για να πολεμήσει κάποιος γι' αυτήν - ειδικά όταν ο αγώνας λογικά είναι καταδικασμένος όπως στην περίπτωση των Ελλήνων - για να πολεμήσει λοιπόν κάποιος γι' αυτήν πρέπει κάτι να τον σπρώχνει , κάτι να του δίνει ελπίδα εκεί που δεν υπάρχει , κάτι τέλος που να τον κάνει να αψηφά τον ισχυρό και να μην φοβάται το θάνατο. Αυτό το κάτι , για το ελληνικό γένος, ήταν η πίστη στο Θεό.
Δεν μπορούσε λοιπόν παρά να συνδεθεί η αρχή του ξεσηκωμού , με αυτή τη συγκεκριμένη θρησκευτική γιορτή. Το μήνυμα του αρχάγγελου στη Θεοτόκο, στη συνείδηση των ραγιάδων, ισοδυναμούσε με το μήνυμα που έφερνε η επανάσταση. Τους έκανε να ακούν καθαρά τα αιματωμένα φτερά της ελευθερίας που ζύγωναν και όσο κοντύτερα τα άκουγαν τόσο πιο μανιασμένα πολεμούσαν γι΄ αυτήν.
Υπάρχουν πολλοί που απορούν, αμφισβητούν . Πώς είναι δυνατόν να υπήρχαν άνθρωποι που να αγαπούσαν με τέτοιο πάθος τη ζωή και την λευτεριά και να αντίκριζαν με τέτοια περιφρόνηση το θάνατο; Δεν μπορούν να καταλάβουν τι θαύματα μπορεί να γεννήσει η πίστη.
Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα . Οι άνθρωποι αυτοί ήταν φλογισμένες ψυχές που ζητούσαν το αδύνατο. Όμως η αξία του ανθρώπου είναι αυτή: Να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο και νάναι σίγουρος πως θα το φτάσει. και να πολεμά γι αυτό, πέρα από κάθε λογική, με πίστη και με πείσμα. Τότε γίνεται το θαύμα, που ποτέ ο αφτέρουγος νους δε θα μπορούσε να μαντέψει. Το αδύνατο γίνεται δυνατό.
Το ελληνικό γένος αν σώθηκε ως τα σήμερα, αν επέζησε ύστερα από τόσους αιώνες σκλαβιάς, είναι γιατί πίστευε το θαύμα. Στην πίστη ότι θα τα καταφέρουν. Στην ακοίμητη σπίθα που καίει μέσα στα σωθικά της Ελλάδας. Η τύχη μας, λέει ο Μακρυγιάννης, έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Παλαιόθεν ως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δε μπορούνε. Τρώνε, τρώνε, μα μένει πάντα μαγιά. Αυτή η μαγιά είναι η σπίθα που έφερε το θαύμα.
Στις 29 Μαΐου 1453 το έθνος έπεσε. Ακολούθησαν 400 χρόνια σκλαβιάς, βόγκου θανάτου , μαρτυρίων, ταπεινώσεων και εξευτελισμών. Το έθνος έπεσε αλλά δεν νικήθηκε. Η ελληνική ψυχή έμεινε αδούλωτη. Η ήττα η πραγματική δεν είναι ένα εξωτερικό υλικό γεγονός. Είναι κυρίως μια εσωτερική, ψυχολογική κατάσταση. Υπάρχει πραγματική ήττα όταν την αποδέχεται η ψυχή και υποκύπτει στη μοίρα της. Το ελληνικό γένος όμως δεν αποδέχθηκε ποτέ την ήττα του, παρόλο που έμεινε σχεδόν ακέφαλο στην αρχή, μια και το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής του ηγεσίας είτε εξολοθρεύτηκε είτε ακολούθησε τον ασφαλή δρόμο για τη δύση. Και αυτό το χρωστάει στο ότι άλλοι αφανείς ήρωες ανάλαβαν αυτό τον ρόλο για να κρατήσουν άσβηστη την ελπίδα της Λευτεριάς, παρά το κυνηγητό της παιδείας και της θρησκείας.
Αυτοί οι αφανείς ήρωες ήταν ορισμένοι ιερωμένοι, κάποιοι πνευματικοί άνθρωποι και οι κλέφτες. Αυτοί , στα κρυφά σχολειά και στα βουνά, διέσωσαν την ελπίδα της Λευτεριάς, την πίστη, τη γλώσσα, την εθνική συνείδηση και γι αυτό κυνηγήθηκαν από τον κατακτητή αλλά και από κάποιους «Έλληνες» που τα συμφέροντά τους ήταν αντίθετα από αυτά του λαού και που ευνοούνταν από την κρατούσα κατάσταση της σκλαβιάς και της υποταγής.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου το Έθνος ορθώθηκε σαν ένας άνθρωπος. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί κατάλληλα από διάφορες αποτυχημένες εξεγέρσεις που πνίγηκαν στο αίμα, από το Ρήγα Φεραίο -αυτόν τον φλογερό οραματιστή πατριώτη- και τη Φιλική Εταιρεία. Η προετοιμασία βέβαια αυτή δεν αφορούσε τόσο την τακτική και την οργάνωση του αγώνα όσο το δυνάμωμα της ψυχής και της πίστης για επιτυχία, σε αυτόν τον άνισο και σχεδόν σίγουρα αποτυχημένο αγώνα. Έτσι έλεγε η λογική. Ο ξεσηκωμός σιγά σιγά απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και συνεχίστηκε με υποτυπώδη εκ των πραγμάτων οργάνωση και συντονισμό. Στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας η κραυγή «Λευτεριά ή θάνατος» σχίζει σαν αστραπή το Ευρωπαϊκό στερέωμα. Κλονίζει συθέμελα το θρόνο του Σουλτάνου και θορυβεί την Ιερά συμμαχία που χαλκεύει το δεσμά του λαού.
Η επανάσταση του 21 δημιούργησε ήρωες και ηρωικές πράξεις ατομικές ή ομαδικές.
Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Παπαφλέσσας, Διάκος, Μακρυγιάννης, Σούλι και Ζάλογγος, Μεσολόγγι , Αρκάδι. Μεγάλες επιτυχίες και αποτυχίες. Ομοψυχία αλλά και διχόνοιες και εσωτερικές συγκρούσεις. Ο αγώνας άλλαξε πολλές φορές μορφή. Άλλοτε φαινόταν πως θα έχει αίσιο τέλος και άλλοτε πως όλα κόντευαν να χαθούν. Δεν ήταν όμως δυνατόν να πάνε χαμένες τόσες θυσίες και τόσο αίμα. Καρποφόρησαν και δημιούργησαν ένα καινούργιο - έστω και μικρό- ελληνικό κράτος. Τη μάνα κοντά στην οποία έτρεξαν σιγά σιγά όλα τα υπόλοιπα σκλαβωμένα κομμάτια της ελληνικής γης αφού ελευθερώθηκαν και αφού πλήρωσαν προηγουμένως τον φόρο του αίματος και της θυσίας στην ελευθερία.
Η σημερινή επέτειος πρέπει να είναι αφορμή για να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα που θα μας οδηγούν, θα μας εμπνέουν στην εθνική μας ζωή ή ακόμα θα μας αποτρέπουν από πράξεις που υποσκάπτουν την ύπαρξή μας σαν έθνος και κράτος. Η επανάσταση που ξεκίνησε το 1821 και κράτησε ουσιαστικά μέχρι που ελευθερώθηκε όλη η σημερινή ελληνική γη, δεν είναι μόνο σελίδες δόξας και ηρωισμού. Υπάρχουν και μελανά σημεία που δείχνουν πως και σε αυτή την κρίσιμη περίοδο έδρασε το προαιώνιο ελάττωμα των Ελλήνων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Έλληνες αγωνιστές κινούμενοι από προσωπικές φιλοδοξίες, διαφορές προσωπικές συμπλέκονταν μεταξύ τους με αποτέλεσμα να χάνονται πολλοί άξιοι και να επωφελούνται φυσικά οι κατακτητές. Σκεφτόμενοι λοιπόν τι κατάφεραν οι Έλληνες ενωμένοι και τι γινόταν όταν έπεφτε αδελφοκτόνος διχασμός, ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του.
Οι πρόμαχοι της Ελευθερίας μας παρέδωσαν ένα συμβόλαιο γραμμένο με το αίμα τους. Που λέει ότι η ελευθερία είναι πράξη ζωής, διαρκής αγώνας. Δεν είναι προσκέφαλο για ξεκούραση. Είναι μετερίζι για αγώνες.
Την ελευθερία την κερδίζει όποιος είναι έτοιμος να βάλει για αντίβαρο τη ζωή του. Και βέβαια αυτές οι υποθήκες του 21 δεν βρίσκουν απήχηση μόνο σε καταστάσεις παρόμοιες της εποχής εκείνης. Σε καιρό ειρήνης όπως σήμερα το πνεύμα του 21 μπορεί και πρέπει να εμπνέει το ελεύθερο έθνος μας. Γιατί, για την ελευθερία πασχίζουμε όταν ανυψώνουμε την πνευματική και υλική στάθμη μας.
«Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία» λέει ο Κάλβος.
=============================================================================
silver
Mar 27 2009, 04:35
==============================================================================
ΟΝΕΙΡΟ ΣΤO ΚΥΜΑ
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη το άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ' έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπον μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ' εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημα μου ανά τους βράχους και τα βουνά.
Τον χειμώνα που ήρχισ' ευθύς κατόπιν μ' επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας, και μ' έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν "δάσκαλε". Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.
Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα "ο Σωτηράκης ο δάσκαλος". Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσιν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη κ' εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.
Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον• εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου...
Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού.
Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.
*
* *
Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.
Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.
Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του σταυρού, κ' έλεγεν: "Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού, και να πάρω κ εγώ τον κόπο μου!"
Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.
Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ίδια διά να θειαφίση, ν' αργολογήση, να γέμιση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρύγηση αν έμενε τίποτε διά τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.
Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποιοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροι ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπαίω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην "παραγυιός", αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι.
Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ Μόσχος εκατοίκει εις την εξοχήν, εις ένα ωραίον μικρόν πύργον μαζί με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτον χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο θυγάτηρ του.
Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ η δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετείχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν εν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα• αλλά δεν τον έμελλε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του.
Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη• εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια.
Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ, ο επάνω τοίχος έφθανεν ως την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.
Συνεχίζεται.
==============================================================================
==============================================================================
Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του ʼσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός της είχαν βάλει να φυλάη τ' αμπέλια• "Ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή• οφθαλμοί σου περιστεραί...". Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.
Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, οπού ήσαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχειά. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου.
Μίαν ημέραν, δεν ηξεύρω πώς, ενώ εμέτρουν καθώς εσυνήθιζα τας αίγας μου (ήσαν όλαι πενηνταέξ κατ εκείνον τον χρόνον• άλλοτε ανεβοκατέβαινεν ο αριθμός των μεταξύ εξήντα και σαρανταπέντε), η Μοσχούλα, η ευνοούμενη μου κατσίκα, είχε μείνει οπίσω, και δεν ευρέθη εις το μέτρημα. Τας εύρισκα όλας 55. Εάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δεν θα παρετήρουν αμέσως την ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα πού έλειπεν• αλλ' η απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή. Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε;
Εις τα μέρη εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται συχνά. Το μέγα ορμητήριον των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενον Αετοφωλιά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα, ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου. Εφώναζα ως τρελός:
-Μοσχούλα!... πού ειν' η Μοσχούλα;
Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσία της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβολιού του κτήματος, και η οικία η ακουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν οπού ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου, η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις τον παράθυρον και έκραξε:
-Τί έχεις και φωνάζεις; Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω• εν τοσούτω απήντησα:
-Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.
Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγινεν άφαντη.
Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρον της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν. Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφηνα τας αίγας μου να βοσκούν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, εν άσμα του βουνού αιπολικόν.
Δεν ηξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη:
- Έτσι όλο τραγουδείς!;.. Δε σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι!... Βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται!...
Είχα εγώ σουραύλι (ήτοι φλογέραν), αλλά δεν είχα αρκετόν θράσος ώστε να παίζω εν γνώσει ότι θα με ήκουεν αυτή... Την φοράν ταύτην εφιλοτιμήθην να παίξω προς χάριν της, αλλά δεν ηξεύρω πως της εφάνη η τέχνη μου η αυλητική. Μόνον ήξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.
*
* *
Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια• και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' "αρμυρίσουν" εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την "ελιμπίστηκα", κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχιν. Δι αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν, την νύκτα εις την στάνην μου. ʼΑφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σίγα διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και σα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.
Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.
Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.
Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσών. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.
Επέταξα αμέσως το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδιά. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τραγών. Όσον αφορά την Μοσχούλαν, διά να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με το κόκκινον περιδέραιον από τον λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ' ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.
Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα διά να ανάβω. ʼΑνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου. Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός κρημνός ήτο δι' εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμάρινης σκάλας, το οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω αμιλλώμενα τα παιδιά της γειτονιάς.
Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλοστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου, κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορα της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, εάν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης. Εγνώριζα ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του ήλιου, συνήθως ελούετο.
-Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ' ελούετο...
*
Συνεχίζεται.
==============================================================================
silver
Mar 28 2009, 04:00
==============================================================================
Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει• έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον η θρούν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.
Το ανάστημα μου θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήταν εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο. θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: " Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!"
Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.
"Αυτή δεν θ' αργήση, έλεγα μέσα μου• τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη... θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ εγώ τον κρημνό μου!..."
Κ' ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!
Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θ' άφηνα την Μοσχούλαν μου, την αίγα, εις την τύχην της, δεμένη εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτο ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα διά να επιστρέψω από άλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν' αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτο μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. ʼΑλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.
Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα• ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. "Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μιά φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζεν βοήθειαν!..."
Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...
Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον...
Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...
Ώ, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου. Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τα θρέμματα, επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ο άγνωστος εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον• αλλά δεν της είχε κόψει και την γλώσσαν διά να μη βελάζη. - Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή με σπαρτίον περί το ρύγχος, ή όπως άλλως• αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ!
Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη... Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ίδη, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.
Συγχρόνως μ' εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην "εσχοινιάσθη", μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της, μην ήτον κίνδυνος να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον;
Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουσμένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν την είχε ακούσει, τί το παράδοξον; Ποίος φόβος ήτον; Το ν' ακούη τις φωνήν ζώου εκει που κολυμβά, αφού δεν απέχει ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.
Αλλ' όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν είτε όχι την φωνήν της κατσίκας -μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...- είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...
Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατα μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα:
-Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δεν σου θέλω κακόν!
Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον, διά να έλθω είς βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω... Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλύτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι εσυχνάζοντο από τους αλιείς, μια βάρκα εφάνη να προβάλλη αντίκρυ, προς το ανατολικομεσημβρινόν μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας• πλην η εμφάνισις της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της.
Αφήκε δεύτερον κραυγήν μεγαλυτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα. Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.
Το βάθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.
Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην τα μόνα ίχνη τα οποία αφήνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα!... Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της...
Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής• εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον.
Καθώς την είχα περιβάλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χιλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ!... Εντούτοις δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα... Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα, αυθορμήτως, διά να δυνηθή ν' αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου• ήθελε την ζωήν της• ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...
Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.
Αλλ' εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι "εσχοινιάσθη"• περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ' εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι "αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...". Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως "σχοίνισμα κληρονομίας" δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει.
Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
==============================================================================
silver
Mar 29 2009, 10:09
=============================================================================
Πλούτος και φτώχεια
Ένας πατέρας με οικονομική άνεση, θέλοντας να διδάξει στο γιο του τι σημαίνει φτώχεια, τον πήρε μαζί του για να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό, σε μια οικογένεια που ζούσε στο βουνό.
Πέρασαν τρεις μέρες και δυο νύχτες στην αγροικία. Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, ο πατέρας ρώτησε το γιο του:
«Πώς σου φάνηκε η εμπειρία;»
«Ωραία» απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
«Και τι έμαθες;» συνέχισε με επιμονή ο πατέρας.
Ο γιος απάντησε:
- Εμείς έχουμε έναν σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις.
- Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου, ενώ αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές…
- Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας, ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι…
- Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα…
- Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας• αυτοί πάλι, σπέρνουν και θερίζουν γι αυτό…
- Εμείς ακούμε CDs. Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη συμφωνία από πουλιά, βατράχια, και άλλα ζώα. Και όλα αυτά διακόπτονται που και που από το ρυθμικό τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο χωράφι…
- Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ό,τι τρώνε έχει αυτή τη θεσπέσια γεύση, μια και μαγειρεύουν στα ξύλα…
- Εμείς, για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό. Αυτοί ζουν με τις ορθάνοιχτες πόρτες τους, προστατευμένοι από τη φιλία των γειτόνων τους…
- Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση. Αυτοί, αντίθετα, «συνδέονται» με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, το πράσινο του βουνού, τα ζώα τους, τους καρπούς της γης τους, την οικογένειά τους.
Ο πατέρας έμεινε έκθαμβος από τις απαντήσεις του γιου του…
Και ο γιος ολοκλήρωσε με τη φράση: «Σʼευχαριστώ, μπαμπά, που μας δίδαξες πόσο φτωχοί είμαστε…»
=============================================================================
silver
Mar 30 2009, 04:38
==============================================================================
ΜΙΚΡΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΕΝΝΟΙΑ
Κάποιος Γέρων άγιος από τους ασκητάς είχε παρρησίαν προς τον Θεόν, και ο Θεός του έκαμε το θέλημα του. Λοιπόν ο άγιος αββάς ούτος μίαν φοράν έλεγε δεόμενος προς τον Θεόν, δίδαξόν με, τις είναι η Κρίσης αύτη;
Ότι βλέπω ο δούλος σου, πότε μεν άνδρας δικαίους και ευλαβείς, και ευρίσκονται εις πενίαν και δυστυχίαν πότε πάλιν αδίκους και αμαρτωλούς, και είναι εις πλούτον και ανάπαυσιν, και πολλοί δίκαιοι και ευλαβείς αδικούνται και βασανίζονται αδίκως, πολλοί δε άδικοι και άξιοι θανάτου αμαρτωλοί και παράνομοι, ζώσι και ευπορούσι.
Ταύτα προσευχόμενος ο αββάς και δεόμενος του Θεού, να του αποκαλύψη το μυστήριον, ήκουσε φωνήν όπου του έλεγε: μη ζητείς εκείνα, τα οποία δεν φθάνει ο νους σου και η δύναμης της γνώσεως σου, μηδέ να ερευνάς τα απόκρυφα, διότι τα κρίματα του Θεού, ήτοι αι κρίσεις του Θεού, εκείνα όπου κρίνει και κάμνει, είναι άβυσσος και βάθος μέγα και πολύ.
Πλήν επειδή εζήτησας να μάθης, κατέβα εις τον κόσμον, και κάθισε εις ένα μέρος, και πρόσεχε εις εκείνα όπου θέλεις δει, δια να καταλάβεις από την δοκιμή ταύτην την μικράν, μικρόν μέρος των κριμάτων του Θεού, και να γνωρίσεις πως είναι ανεξερεύνητος και ανεξεχνίαστος η προνοητική των πάντων του Θεού διακυβέρνησις.
Λοιπόν ο Γέρων, ως ήκουσε ταύτην την φωνήν, κατέβη μετά σπουδής εις τον κόσμον, και επήγεν εις δρόμον πλατύν, όπου περνούσαν πολλοί, και εις ένα μέρος ήταν ένα λιβάδι και μία βρύση με νερό καθαρό , ήταν δε εκεί και ένα δένδρον το οποίον είχε την ρίζα κουφή, και μέσα εις την ρίζα του δένδρου εμπήκεν ο αββάς και εκρύφθη, και έβαλε εμπρός του από τα τσακίσματα του δένδρου, και εσκεπάσθη, και αφήκεν ολίγην τρύπα να βλέπει τα γενόμενα.
Λοιπόν είδε, και επέρνα ένας άνθρωπος πλούσιος, και ωσάν είδε τον δροσερόν εκείνον και χλοηφόρον κάμπο του λιβαδιού, και την γλυκόψυχρον και καθαρωτάτην βρύσιν, ωρέχθη να πεζεύση, διότι ήτον καύμα να αναπαυθεί, και κατέβη από το άλογο του, και εκάθησε να φάγει ψωμί.
Όμως εκεί που ανεπαύετο, του εφάνη να βγάλη το πουγγί όπου είχε σιμά του με εκατόν φλωριά να τα ιδή και να τα μετρήση, και αφού τα εμέτρησε, ηθέλησε πάλιν να τα βάλη εις τον τόπον όπου τα είχε.
Και από μίαν διπλωμάδα του φορέματός του ελανθάσθη, και θαρώντας πως τα έβαλε μέσα, εκείνα έπεσαν έξω, επάνω εις την γήν. Λοιπόν αφού έφαγε, και έπιε, και εκοιμήθη, και εσηκώθη, και έκαβαλίκευσε το άλογό του και εδιάβη, αφίνων τα φλωριά εκεί.
Διαβαίνων δε άλλος οδοιπόρος, επήγε προς την βρύσιν να πίει νερόν, και ευρήκε τα φλωριά και τα επήρε και εδιάβη.
Δεν επήγεν εις τον ίσιον δρόμο, αλλά έπιασε τόπους αβάτους από αμπέλια και χωράφια, και έγινε άφαντος.
Λοιπόν ήλθε έτερος πεζοπόρος φορτωμένος και κουρασμένος και εκάθισεν εις την βρύσιν εκείνη να αναπαυθή και να παρηγορήση την δίψα του, και έβγαλε το καυκίον του και το εγέμισε νερό, έβαλε και ένα παξιμάδι μέσα να βραχή, και καθεζόμενος και αναπαυόμενος έτρωγε. Καθεζόμενος λοιπόν τοιουτοτρόπως ο πτωχός εκείνος, και τρώγων την ταπεινή εκείνη και πτωχικήν τροφή, την ώρα εκείνη εστράφη ο καβαλάρης εκείνος όπου άφηκεν εκεί τα φλωριά, και είχε μεγάλη σπουδήν τρέχων, έχων τα ομμάτια του άγρια και ματωμένα, και το πρόσωπο αυτού αλλιώτικο, και ήλθε κατεπάνω του πτωχού εκείνου, λέγων μετά θυμού, γρήγορα να μου δώσεις τα φλωριά όπου εβρήκες εδώ. Ο δε πτωχός εκείνος έλεγε με όρκους μεγάλους, πως δεν είδε τοιούτον πράγμα. Αυτός δε όπου τα έχασε, θυμωμένος ων, ως άγριον λεοντάρι,άρχισε να τον δέρνη και να τον κτυπά κατά κεφαλής με την βίτζαν του λουρίου του αλόγου,
και ο πτωχός εκείνος ώμνυε, πως δεν έχει τίποτε, θυμωθείς περισσότερον ο καβαλάρης εκείνος, έβγαλε το πελατίκι του, και έκρουσε τον πτωχόν εκείνον εις τον μέλιγκα και τον εθανάτωσε. Λοιπόν κατέβη από τα το άλογο, και ηρεύνησε όλα τα ρούχα και τα σακούλια του πεζοπόρου εκείνου, και επειδή τίποτε δεν έβρε, εδιάβη λυπημένος πολύ.
Ο δε ασκητικώτατος Γέρων εκείνος έβλεπεν αυτά όλα μέσα από την κουφάλα του δένδρου, και εξεπλήττετο και εθαύμαζε, και ελυπείτο πολύ, και έκλαιε δια τον άδικο φόνο όπου είδε, και εσφάζετο η καρδία του, και μετά δακρύων δεόμενος προς Κύριον, έλεγε: Κύριε τις είναι η βουλή σου αύτη; Γνώρισέ μου του αμαρτωλού, πως υπομένει η αγαθότης σου; Άλλος τα έχασε, έτερος τα ευρήκε και άλλος αδίκως να φονευθή;
Λοιπόν ταύτα δεομένου του Γέροντος, κατέβη Άγγελος Κυρίου διδάσκων και σαφηνίζων εις αυτόν τα πράγματα όπου είδε, και είπε προς αυτόν: μη λυπείσαι, Γέρων, μηδέ να σου κακοφαίνεται, και να νομίζεις ότι τάχα χωρίς θέλημα Θεού γίνονται ταύτα, διότι ταύτα με θέλημα Θεού γίνονται, άλλα κατά παραχώρισην, άλλα δια παίδευσιν, και άλλα δια οικονομίαν.
Διότι αυτός όπου έχασε τα φλωριά, είναι γείτονας εκείνου όπου τα εβρήκε, και εκείνος όπου τα εβρήκεν, είχεν ένα περιβόλιον, αξίας φλωρίων εκατόν, αυτός δε ο πλούσιος ήτον πλεονέκτης και το επήρε δυναστικώς μόνον δια πεντήκοντα φλωρία, ο δε πτωχός εκείνος, μη έχων τι ποιήσαι, παρακάλεσε τον Θεόν να κάμει την εκδίκησιν,
δια τούτο ωκονόμησεν ο Θεός με τοιούτον τρόπον, και του τα έδωκε διπλά, αντί τα πεντήκοντα, εκατόν, τα οποία έχασεν ο πλεονέκτης, όπου επήρε το περιβόλιον των εκατόν φλωρίων δια πεντήκοντα. Εκείνος δε ο άνθρωπος ο κουρασμένος, όπου δεν εβρήκε τίποτα και εφονεύθη αδίκως, είχε κάμει μίαν φοράν φόνον, όμως δια να έχη έργα χριστιανικά και Θεάρεστα,
θέλων ο Θεός να τον σώση και να τον καθαρίσει από την αμαρτία του φόνου όπου έκαμε ή θεληματικώς, ή σατανικώς δια τούτο ωκονόμησε, και εφονεύθη αδίκως και παραλόγως, δια να σωθεί η ψυχή αυτού.
Αυτός δε ο πλεονέκτης όπου έχασε τα φλωριά, και έκαμε τον φόνον, έμελλε να κολασθεί από την πλεονεξία του και την φιλαργυρία του και διά τούτο τον αφήκεν ο Θεός, και έπεσεν εις το αμάρτημα του φόνου, δια να πονέση η ψυχή του τη φανερήν αμαρτία, να ζητήση μετάνοιαν. Και ιδού από την αφορμήν ταύτην αφήνει τον κόσμο και τα του κόσμου, και υπάγει να γένη καλόγηρος να σώσει την ψυχήν του.
Λοιπόν πήγαινε εις το κελλί σου, και μη πολυεξετάζεις τας κρίσεις του Θεού, διότι ο Θεός τας κάμνει δικαίως, και καθώς ηξεύρει, και εσύ νομίζεις ότι γίνονται αδίκως. Γίνωσκε λοιπόν ότι και άλλα πολλά γίνονται εις τον κόσμον με θέλημα Θεού, δια αφορμάς, όπου δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι, και πρέπει να λέγει καθ’ ένας: Δίκαιος εί Κύριε, και ευθείαι αι κκρίσεις σου.
==============================================================================
silver
Mar 31 2009, 04:52
==============================================================================
Σε μια μοναχική γυναίκα: Περί των Χριστουγέννων της Ιωάννας.
Παραπονιέσαι για τη μοναξιά στη μέση μεγάλης πόλης. Τόσος λαός γύρω σου κοχλάζει σαν μυρμηγκοφωλιά, και εσύ και πάλι αισθάνεσαι σαν στην έρημο. Στις μεγάλες γιορτές η κατάσταση είναι ανυπόφορη. Παντού πλημμυρίζει η χαρά, ενώ εσένα σε πιέζει η λύπη. Οι εορταστικές ημέρες των Χριστουγέννων και της Ανάστασης σου φαίνονται σαν κάποια άδεια δοχεία, τα οποία εσύ γεμίζεις με δάκρυα. Όταν αυτές οι άγιες γιορτές βρίσκονται μακριά πίσω ή μπροστά σου, αισθάνεσαι πιο ήρεμη. Αλλά όταν πλησιάσουν και έρθουν, η θλίψη και η ερημιά κυριεύουν την ψυχή σου. Τι να σου κάνω; Θα σου διηγηθώ την ιστορία για τα Χριστούγεννα της Ιωάννας διότι ίσως σε ωφελήσει. Θα αφήσω όμως να σου διηγείται εκείνη όπως τα είχε διηγηθεί σε μένα:
«Σαράντα και κάτι χρόνια βλέπω εγώ αυτό τον κόσμο σαν γυναίκα. Ποτέ καμιά χαρά, εκτός από λίγη σαν παιδί στο σπίτι των γονέων μου. Αλλά μπροστά στον κόσμο δεν έδειχνα λυπημένη. Μπροστά στους ανθρώπους υποδυόμουν τη χαρούμενη, και στη μοναξιά έκλαιγα. Όλοι με θεωρούσαν ένα ευτυχισμένο πλάσμα, αφού ως τέτοια έδειχνα. Ακούω, όλοι γύρω μου παραπονούνται, και οι έγγαμοι και οι άγαμοι, και οι πλούσιοι και οι φτωχοί, όλοι. Και σκέφτομαι, γιατί κι εγώ να παραπονιέμαι στους δυστυχισμένους για τη δική μου δυστυχία, και μόνο να αυξάνω τη λύπη γύρω μου; Θεέ, να δείχνω χαρούμενη έτσι θα είμαι πιο χρήσιμη στον δυστυχισμένο κόσμο, ενώ το μυστικό μου θα το κρύβω μεσα μου και θα κλαίω στη μοναξιά μου.
Προσευχόμουν στον Θεό, για να μου εμφανισθεί με κάποιο τρόπο, τουλάχιστον μόνο ένα δάχτυλό Του να αισθανθώ. Προσευχόμουν έτσι, για να μην σβήσω από την κρυμμένη λύπη. Από κάθε έσοδο έκανα ελεημοσύνη οπουδήποτε είχα ευκαιρία. Επισκεπτόμουν αρρώστους και ορφανούς, και έφερνα χαρά με τη δική μου φαινομενική χαρά. Πιστεύω σε Σένα, αγαθέ μου Θεέ, έλεγα συχνά, αλλά Σε παρακαλώ, εμφανίσου μου με κάποιο τρόπο, για να Σε πιστεύω ακόμα περισσότερο. «Πιστεύω, Κύριε βοήθει μου τη απιστία»(Μάρκ.9,24), επαναλάμβανα αυτά τα λόγια από το Ευαγγέλιο. Και πράγματι, βίωσα να μου εμφανιστεί ο Κύριος.
Δυσκολότατες για μένα ήταν οι μεγάλες γιορτές. Μετά από τη Λειτουργία κλεινόμουν στο δωμάτιο και έκλαιγα ολόκληρα τα Χριστούγεννα και την Ανάσταση. Όμως τα προηγούμενα Χριστούγεννα εμφανίστηκε ο Θεός. Αυτό έγινε ως εξής. Πλησίαζε αυτή η μεγάλη μέρα. Εγώ αποφάσισα να ετοιμάσω όλα έτσι όπως η μητέρα μου ετοίμαζε: και κρέας, και ζυμαρικά, και γλυκά, και όλα τʼ άλλα. Άπλωσα σανό στο σπίτι, πέταξα από τρία καρύδια σε κάθε γωνιά του δωματίου, ας είναι η Αγία Τριάδα ελεήμων σε όλες και τις τέσσερις πλευρές του κόσμου. Και κάνοντας όλα αυτά ασταμάτητα προσευχόμουν: Κύριε, στείλε μου επισκέπτες αλλά εντελώς πεινασμένους και φτωχούς! Σε παρακαλώ, εμφανίσου μʼ αυτόν τον τρόπο! Που και που μου ερχόταν η σκέψη: τρελή Ιωάννα, τι επισκέψεις περιμένεις τα Χριστούγεννα! Αυτή την άγια μέρα ο καθένας βρίσκεται στο σπίτι του, ποιος θα μπορούσε να έρθει ως επισκέπτης σε σένα; Κι εγώ έκλαιγα και έκλαιγα... Όμως και πάλι επαναλάμβανα εκείνη την προσευχή και ετοίμαζα.
Όταν τα Χριστούγεννα γύρισα από την Εκκλησία, άναψα το κερί, έστρωσα το τραπέζι, έβαλα όλα τα φαγητά, και τότε άρχισα να περπατώ από δω κι από κει στο δωμάτιο. Θεέ μου, μην με εγκαταλέιψεις! Πάλι προσευχόμουν. Στο δρόμο λίγοι περνούσαν. Είναι Χριστούγεννα, αλλά και ο δρόμος μας είναι απόμερος. Όμως μόλις το χιόνι έτριζε κάτω από τα πόδια κάποιου, εγώ πεταγόμουν στην πόρτα! Άραγε είναι ο επισκέπτης μου; Δεν είναι. Να, προσπέρασε. Το μεσημέρι ήρθε και πέρασε, και εγώ μόνη. Άρχισα να κλαίω και κραύγασα: τώρα βλέπω, Κύριε, ότι με εγκατέλειψες εντελώς! Έκλαιγα έτσι και σιγοέκλαιγα συνεχώς! Ξαφνικά χτύπησε κάποιος την πόρτα, και εγώ άκουσα φωνές: δώσε αδελφέ, δώσε αδελφή! Γρήγορα έτρεξα και άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου ένας τυφλός και ο οδηγός του, και οι δυο σκυμμένοι, κουρελιασμένοι, παγωμένοι. Ο Χριστός γεννήθηκε, κύριοί μου! φώναξα εγώ χαρούμενα. Αληθώς γεννήθηκε! κροτάλιζαν με τα δόντια εκείνοι τρέμοντας. Έλεος, αδελφή, ελέησέ μας! Δεν σου ζητάμε χρήματα. Από το πρωί κανένας δεν μας πρόσφερε ψωμί, λίγα λεφτά ή από ένα ποτήρι με ρακί. Πεινάμε πολύ. Εγώ πέταξα από τη χαρά μου ως τον τρίτο ουρανό. Τους οδήγησα στο σπίτι και τους έβαλα στο γεμάτο τραπέζι. Τους σέρβιρα κλαίγοντας από χαρά. Εκείνοι με ρώτησαν παραξενεμένοι: «Γιατί κλαις, κυρία;». Από χαρά, κύριοί μου, από καθαρή και φωτεινή χαρά! Εκείνο για το οποίο προσευχόμουν στον Θεό ο Θεός μου το έδωσε. Μερικές μέρες εγώ Του προσεύχομαι, να μου στείλει ακριβώς τέτοιους επισκέπτες όπως είσαστε εσείς, και να, Αυτός μου έστειλε. Δεν ήρθατε εσείς έτσι τυχαία, αλλά σας έστειλε ο αγαθός μου Κύριος. Αυτός σήμερα μου φανερώθηκε μέσα από σας. Αυτά είναι τα πλέον χαρούμενα Χριστούγεννα στη ζωή μου. Τώρα ξέρω, ότι είναι ζωντανός ο Θεός μας. Δόξα σʼ Εκείνον και ευχαριστία! «Αμήν», απάντησαν οι αγαπητοί μου επισκέπτες. Τους κράτησα έως το βράδυ, τους γέμισα τις τσάντες και τους αποχαιρέτησα».
Τέτοια ήταν τα προηγούμενα Χριστούγεννα της Ιωάννας. Δώσε Θεέ, να είναι φέτος ακόμα πιο χαρούμενα. Προσευχήσου κι εσύ, κόρη, να σου φανερωθεί ο ουράνιος Πατέρας με κάποιο τρόπο –και στον Θεό οι τρόποι είναι πολλοί- και θα ζήσεις θαύμα. Μην ετοιμάζεσαι για λύπη σε τούτη τη μεγάλη μέρα, αλλά να ετοιμάζεσαι για χαρά. Και ο Πανορατικός, ο Παντελεήμων, θα σε κάνει χαρούμενη.
=============================================================================
==============================================================================
Στον κατάδικο Π.Γ. που παραπονιέται για την αδικία των ανθρώπων.
Λες ότι δεν φταις γιʼαυτό για το οποίο καταδικάστηκες. Σʼένα νυχτερινό καυγά στο δρόμο σκοτώθηκε ένας άνθρωπος. Οι δολοφόνοι βιαστικά διασκορπίστηκαν, κι εσύ τυχαία βρέθηκες κοντά στον νεκρό όταν πέρασε το περιπολικό. Σε συνέλαβαν. Σε καταδίκασαν. Τώρα παραπονιέσαι για την αδικία των ανθρώπων. Ορκίζεσαι ότι καταδικάστηκες άδικα. Μετά από το πρώτο σου γράμμα, σε παρακάλεσα να μου εξομολογηθείς όλη σου τη ζωή. Κι εσύ το έκανες. Διαβάζοντας το δεύτερο γράμμα σου, φώναξα: «Μα το άξιζε»!
Άνθρωπε του Θεού, άξιζες αυτή τη βαριά τιμωρία εάν όχι για εκείνο το έγκλημα, τότε σίγουρα για όλα τʼάλλα εγλήματά σου. Ο τα πάντα ορών Δικαστής είδε τα υπόλοιπα εγκλήματά σου σε όλη σου τη ζωή, αλλά κατά το έλεός Του και κατά τη γνωστή μέθοδό Του τα έκρυψε από τους ανθρώπινους μάρτυρες, περιμένοντας τη μετάνοιά σου. Όμως εσύ δεν μετάνιωνες, δεν εξομολογιόσουν, ούτε προσευχόσουν στον Θεό, ούτε κοινωνούσες. Αντίθετα, συνέχιζες μυστικά να πράττεις το κακό και ήσουν έτοιμος να σκοτώσεις τον καθένα που θα σʼεμπόδιζε στις άτιμες πράξεις σου. Μόνο λόγω της βιαιότητας απέναντι στη γυναίκα σου άξιζες φυλακή. Εκείνη δε σε μήνυσε στον γήινο δικαστή. Αλλά οι κραυγές της ακούστηκαν στον αιώνιο Δικαστή.
Για να σε γυρίσει απʼόλους τους κακούς δρόμους και να σε κατευθύνει στον δρόμο του δικαίου, για να σου θυμίσει την ψυχή και να σε προειδοποιήσει για το θάνατο και τη φοβερή δίκη η Πρόνοια του Θεού σε έφερε εκείνη τη νύχτα στον τόπο του εγκλήματος. Έτσι σʼέπιασαν οι άνθρωποι και καταδικάστηκες σε φυλακή.
Η περίπτωσή σου μου θυμίζει ζωηρά ένα μεγάλο χριστιανό άγιο, τον Εφραίμ της Σύρου. Στα νιάτα του ο Εφραίμ αμάρτανε πολύ, όμως δεν καταδικάστηκε ούτε για μια αμαρτία. Συνέβη όμως κλέφτες να κλέψουν ένα πρόβατο από τον γείτονά του. Ο γείτονας κατηγόρησε τον Εφραίμ. Και ο Εφραίμ εντελώς αθώος γιʼαυτή την κλοπή, βρέθηκε φυλακισμένος. Πικραμένος για την ανθρώπινη αδικία ο Εφραίμ άρχισε να κλαίει και να θρηνεί μπροστά στον Θεό. Όμως περιμένοντας φυλακισμένος με πολλούς άλλους εγκληματίες, άρχισε να συζητεί μαζί τους. Ρωτούσε με τη σειρά τον καθένα τους, γιατί βρέθηκαν στη φυλακή. Ο ένας του είπε το ένα, ο άλλος το άλλο. Στις αμαρτίες τους ο Εφραίμ αναγνώρισε τις δικές του αμαρτίες, για τις οποίες ούτε κάποιος τον κατηγόρησε, ούτε κανείς τον καταδίκασε. Και το πνεύμα του συνήλθε και αναγνώρισε ότι βρέθηκε στη φυλακή όχι λόγω του κλεμμένου προβάτου, αλλά λόγω των πολλών άλλων εγκλημάτων του. Και μετάνιωσε ο Εφραίμ ταπεινά μπροστά στον Θεό για όλα τα εγκλήματά του. Και άρχισε με δάκρυα να προσεύχεται στον Θεό να του συγχωρήσει τις μυστικές αμαρτίες του, ευγνωμονώντας Τον ταυτόχρονα που τον πέταξαν στη φυλακή για εκείνο που δεν διέπραξε. Και σύντομα τον ελευθέρωσαν ως αθώο. Όμως τούτο το γεγονός έκανε ολόκληρη αναστροφή στην ψυχή του Εφραίμ. Η φυλακή τον δέχτηκε αμαρτωλό, και τον άφησε άγιο.
Ειρήνη σε σένα και υγεία από τον Κύριο
==============================================================================
=============================================================================
Πιάστηκα από μια λέξη
Nωχελικά απομεσήμερο του Φλεβάρη. Ανάμεσα στα πολύωρα διαβάσματα της εξεταστικής, τις πολύχρωμες υπογραμμίσεις και την κουραστική ταξινόμηση των σημειώσεων. Βρήκα το χρόνο σ' ένα σύντομο διάλειμμα να απολαύσω μια κούπα αχνιστή σοκολάτα πλάι στο παράθυρό μου. Έτσι θα είχα την ευκαιρία παράλληλα με την ικανοποίηση της γεύσης μου να αφήσω ελεύθερο το βλέμμα μου να πλανηθεί στοχαστικά στο γαλανό ουρανό. Κι ενώ βυθιζόμουν στην ευδαιμονία της απόλαυσης του ζεστού ροφήματος, συνέλαβα τη σκέψη μου να ακροβατεί ανάμεσα σε δυο αντίθετες μεταξύ τους έννοιες, ανάμεσα στο εφήμερο και στο αθάνατο.
Από τη μια η απόλαυση της στιγμής, αλλά και η μιζέρια της αυτάρκειας, ο συμβιβασμός με την καθημερινή ρουτίνα κι απ' την άλλη η αθανασία. Είναι ωραίο και ελκυστικό πολλές φορές το εφήμερο, ωστόσο η νεανική καρδιά δεν ικανοποιείται ούτε συμβιβάζεται μόνο με αυτό. Επιχειρεί να ιχνηλατήσει μια πορεία πάνω και πέρα από το εφήμερο, μια πορεία αθανασίας. Πως μπορεί όμως κανείς να προσεγγίσει και να συλλάβει αυτήν την έννοια της αθανασίας;
Ετοιμαζόμουν να εγκαταλείψω τους απαιτητικούς συλλογισμούς πάνω σ' ένα τέτοιο δύσκολο θέμα που μάλλον νεφελώδες μου φάνταζε, όταν ήρθε στο μυαλό μου ένα παιχνίδι, ένα παιχνίδι παλιό που θυμόμουν αχνά από κάπου - δεν θυμάμαι που - όπου το είχα διαβάσει. Σύμφωνα με αυτό αν θέλεις να γνωρίσεις καλύτερα μια λέξη, παίξε μαζί της. χώρισε τα γράμματά της, φτιάξε καινούργιες λέξεις κι έτσι θα προσεγγίσεις τη σημασία της. αποφάσισα λοιπόν μέχρι να τελειώσει και η σοκολάτα να παίξω τούτο το παράξενο παιχνίδι. Έτσι, πιάστηκα από μια λέξη κι αυτή ήταν η αθανασία.
Πρώτο γράμμα Α δεύτερο Θ. Α: Αιωνιότητα, Θ: Θεός. Καλή η αρχή για να προσεγγίσω την έννοια που με προβληματίζει. Δώρο του Θεού η αιωνιότητα στον άνθρωπο. Δώρο πολύτιμο και ακριβό. Είμαστε πλασμένοι για την αιωνιότητα. Οι αποφάσεις, οι πράξεις μας, η καθημερινή μας συμπεριφορά παίρνουν μια άλλη διάσταση αν αναλογιστεί κανείς ότι διαγράφουν μια πορεία που συνεχίζεται στην αιωνιότητα. Αισθάνομαι δέος μ' αυτήν τη διαπίστωση. Προχωρώ στο επόμενο γράμμα Α: Αγιότητα. Η νεφελώδης έννοια της αθανασίας αρχίζει να ξεδιαλύνεται σιγά - σιγά. Πράγματι, η Αγιότητα είναι συνυφασμένη με την αιωνιότητα. Δε νομίζω ότι υπάρχει ωραιότερο σύνθημα για την πορεία μας προς την αιωνιότητα από το στόχο να γίνουμε κι εμείς Άγιοι.
Το παιχνίδι μ' αρέσει ολοένα και περισσότερο. Επόμενο γράμμα Ν: Νιάτα. Οι νέοι ίσως είναι εκείνη η κατηγορία ανθρώπων που σκέφτονται λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο το θάνατο. Συγχρόνως, όμως, είναι εκείνοι που λαχταρώντας να υπερβούν το εφήμερο μπορούν με περισσό ενθουσιασμό να σχεδιάσουν τη δική τους πορεία στην αιωνιότητα. Βέβαια, αυτή η πορεία οπωσδήποτε χρειάζεται εφόδιο και οδοδείκτες που ελπίζω να ανακαλύψω συνεχίζοντας το παιχνίδι μου με τι λέξη της αθανασίας.
Α: Αλήθεια. Ωραία λέξη - Δύσκολη έννοια. Και τι στ' αλήθεια είναι; Εφόδιο ή σκοπός; Ίσως και τα δυο. Η αλήθεια, η αναζήτηση της αλήθειας και πιο πολύ η αναζήτηση της Μίας Αλήθειας νοηματοδοτεί την πορεία μας προς την αιωνιότητα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και εφόδιο. Μπορείς άραγε να λες ότι πορεύεσαι στην αιωνιότητα όταν φοράς διαρκώς ένα προσωπείο υποκρισίας ή όταν στις σχέσεις του με τους άλλους δεν είσαι γνήσιος και ειλικρινής;
Συνεχίζω Σ: Σταυρός. Σταματώ για λίγο σ αυτήν τη λέξη. Δίνε μια άλλη διάσταση στο θέμα της αιωνιότητας που με απασχολεί. Οι δυσκολίες, οι δοκιμασίες, οι θλίψεις, ο σταυρός που ο καθένας μας κρατά σ' αυτό το ατέρμονο ταξίδι προς την αιωνιότητα, σμιλεύουν χαρακτήρα δυνατό και ικανό για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες αυτής της πορείας.
Επόμενο γράμμα Ι: Ιδανικό. Ε, εδώ δεν χρειάζεται να σταθώ κα πολύ. Τα ιδανικά από μόνα τους ως ιδέες και αξίες έχουν κατακτήσει την αθανασία και οπωσδήποτε αποτελούν απαραίτητα εφόδια και αλάθητους οδοδείκτες στην πορεία γι' αυτήν.
Και το τελευταίο γράμμα είναι πάλι Α. Αυτό με παίδεψε. Για τέταρτη φορά έπρεπε να βρω λέξη που ν' αρχίζει από Α. Δύσκολο. Δύσκολο; Όχι και πολύ Γρήγορα, τελικά ήρθε στο μυαλό μου μια λέξη γνωστή, χιλιοειπωμένη και πάνω απ' όλα απολύτως κατάλληλη για να κλείσει αυτήν την ακροστιχίδα. Κι η λέξη αυτή ήταν η αγάπη. Μια λέξη που δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω ιδιαίτερα για να τη συνταιριάξω με τις υπόλοιπες και με την αρχική, την αθανασία. Γιατί η αγάπη είναι σύμφυτη με την έννοια της αιωνιότητας αφού «ουδέποτε εκπίπτει» και αφού προσδίδει στα πάντα θεϊκή προοπτική.
Αθανασία. Τέλειωσαν τα γράμματα. Τέλειωσε και το παιχνίδι. Μαζί τελείωσε και η σοκολάτα. «Η πορεία μας, όμως, αφού πλαστήκαμε για την αιωνιότητα δεν τελειώνει ποτέ» συλλογιζόμουν καθώς το ανοιχτό βιβλίο μου υπενθύμιζε το τέλος του σύντομου διαλείμματος.
=============================================================================
==============================================================================
Πως ψεύτισε ο κόσμος…
Η κακία των ανθρώπων έχει ξεπεράσει τα όρια. Κοιτάζουν πώς να ξεγελάση ο ένας τον άλλον. Και το θεωρούν κατόρθωμα που τον ξεγελούν. Αλήθεια, πως ψεύτισε ο κόσμος! Όλα ψεύτικα τα φτιάχνουν. Χρήματα εν τω μεταξύ παίρνουν περισσότερα απ όσα έπαιρναν οι παλιοί, οι καημένοι. Γενικά, όλα τα ψεύτισαν. Μια μέρα μου έφερε κάποιος ντοματιές. Κάθε φυτό ήταν σε ένα σακκουλάκι μικρούτσικο με χώμα χοντρό, μέλαγγα, αμμούδα χοντρή, για να κρατάη την υγρασία. Βαριούνται να ρίξουν λίγο νερό! Ούτε καν να βάλουν κοπριά. Μόνον επάνω –επάνω είχε λίγη σαν το μαυροπίπερο!
Οπότε, όταν τις έβγαλα από το σακκουλάκι, όλη η ρίζα ήταν σάπια. Έρριξα ένα στρώμα χώμα από πάνω, για να βγάλουν νέες ρίζες.
Και πως ξεγελούν τον κόσμο! Να δήτε, μου είχαν φέρει ένα κουτί μεγάλο με γλυκά. «Θα το ανοίξω, είπα, όταν θα ʽρθη καμμιά παρέα μεγάλη. Ας μην το ανοίξω τώρα και πάνε μερμήγκια». Μια μέρα μαζεύτηκαν κάμποσοι. Υπολόγισα ότι θα φθάσουν και θα περισσέψουν κιόλας. Μόλις το ανοίγω, βλέπω μέσα φελιζόλ , από ʽ δω , φελιζόλ από κει… Και ήταν τόοοσο μικρό αυτό που είχε τα γλυκά. Όλο το κουτί ήταν άδειο! Μια άλλη φορά μου έφεραν ένα επίσημο κουτί γλυκά δεμένο με κορδέλες. «Θα το φυλάξω ,είπα, για τα παιδιά της Αθωνιάδος». Και τελικά ήταν κάτι λουκούμια σκληρά, παλιά λουκούμια. Εγώ τέτοια λουκούμια δεν τα δίνω. Δίνω στον κόσμο κανένα μαλακό λουκούμι.
- Γέροντα, δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι αδικία;
- Το θεωρούν κατόρθωμα. Γιατί η αμαρτία έχει γίνει μόδα τώρα και η αδικία θεωρείται εξυπνάδα. Το κοσμικό πνεύμα δυστυχώς τροχάει το μυαλό στην πονηριά, και το θεωρεί κατόρθωμα κείνος που αδικεί τον συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα και τον τίτλο: « Αυτός είναι διάβολος. Τα καταφέρνει», ενώ εσωτερικά υποφέρει από τον έλεγχο της συνειδήσεως, την μικρή κόλαση.
Γέροντος Παϊσίου
==============================================================================
==============================================================================
Τι λείπει; Τι φταίει;
Παρατηρώ τους ανθρώπου γύρω μου να περπατούν βιαστικά στους δρόμους της πόλης, να δυσανασχετούν με τη - συνηθισμένη - βροχή, να αγχώνονται για το αν θα προλάβουν τα μαγαζιά ανοιχτά... Αυτές τις στιγμές αναρωτιέμαι: «Τι είναι αυτό που μας λείπει ουσιαστικά; Γιατί δε βλέπω ευτυχισμένους ανθρώπους, ξέγνοιαστα παιδιά, ήρεμους γονείς; Πως, ενώ θεωρητικά έχουμε τα πάντα στη ζωή μας, νιώθουμε μέσα μας τόσα κενά;»
Συζητώντας με συμφοιτητές και φίλους, άρχισα να προβληματίζομαι σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εμείς οι νέοι αισθανόμαστε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κενό. Ίσως γιατί έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε μόνο όσα θέλουμε κι όχι όσα έχουμε; Νιώθουμε δυστυχισμένοι εξαιτίας της αχαριστίας μας;
Αν το καλοσκεφτούμε, πράγματι, οι περισσότεροι από εμάς γκρινιάζουμε συχνά, επειδή ίσως δεν έχουμε αρκετά χρήματα ή μεγάλους βαθμούς στις σπουδές μας, ή επειδή νομίζουμε ότι οι γονείς μας δε μας καταλαβαίνουν, ή επειδή θέλουμε καινούριο μοντέλο στο κινητό μας κ.τ.λ. Αντί να εκτιμήσουμε όλα όσα έχουμε - γιατί σίγουρα έχουμε - εμείς τι κάνουμε; Συνεχίζουμε να γκρινιάζουμε και να λέμε: «Θέλω κι άλλο!» Έχουμε την πεποίθηση πως, αν τελικά αποκτήσουμε όλα όσα επιθυμούμε ή επιθυμήσαμε στο παρελθόν, τότε τα εσωτερικά μας κενά θα πάψουν να υπάρχουν.
Μπορεί όμως η προσωπική μας αχαριστία και μόνο να είναι αυτή που τα προκαλεί; Μήπως, στην πραγματικότητα, δεν αναζητούμε κάτι αλλά κάποιον; Κάποιον που να μας αγαπάει, να μας στηρίζει, να μας ακούει όταν Του μιλάμε, να μας ηρεμεί όταν κλαίμε, να είμαστε φίλοι μαζί Του; Κάποιον που όταν πονάμε, να είναι πάντα δίπλα μας; Κάποιον που να μας δίνει ευτυχία; Κάποιον που να δέχεται όλες τις αδυναμίες μας, να τις φορτώνεται Αυτός και να μας δίνει ζωή απ΄ τη ζωή Του; Κάποιον που να μας χαρίζει τον Παράδεισο, στην κυριολεξία, αρκεί να επιλέξουμε να είμαστε κοντά Του;
Μήπως τελικά αξίζει να Του ανοίξουμε την πόρτα της ψυχής μας και να Του δώσουμε την ευκαιρία να μας αποδείξει όλα όσα μας έχει υποσχεθεί; Ίσως τότε εκπλαγούμε ανακαλύπτοντας πως τελικά δεν έχουμε ανάγκη από κάτι, αλλά από εκείνον τον Κάποιον, τον Κύριο.
==============================================================================
=============================================================================
Ο Σκληρότερος Μήνας
Ο T. S. Eliot αποφαίνεται πως ο Απρίλης είναι ο σκληρότερος μήνας, γιατί φέρνει τις πασχαλιές μέσα απ΄ τη νεκρή γη. Ο Σολωμός απεικονίζει ποιητικά τον Απρίλη να χορεύει με τον έρωτα και η φύση να βρίσκει την καλή και τη γλυκειά της ώρα. Δυο χαρακτηρισμοί αντιθετικοί, οι οποίοι εδράζονται στο ίδιο βάθρο, το βάθρο της ανθρώπινης τραγωδίας. Το ωραίο γεννιέται από τη νεκρή φύση, αλλά και τα ανθρώπινα δρώμενα. Είμαστε όλοι τέκνα του ενιαυτού. Επωάζεται η ζωή μας στη θερμοκοιτίδα του χειμώνα, ανθοφορεί την άνοιξη, καρποφορεί το καλοκαίρι και εναποθέτεται σε νάρθηκα το φθινόπωρο. Αυτή είναι η λελογισμένη σοφή πορεία, και η ατομική αλλά και η πανανθρώπινη. Η διαίρεση είναι καθολική. Λάμπει η ωραιότητα της άνοιξης, η οποία εστιάζεται στον Απρίλη. Αυτή η ομορφιά λάμπει, αλλά (ιδού η ανθρώπινη τραγωδία) η λάμψη της ανεπαίσθητα οδεύει προς το σκότος. Το φως γεννιέται και πεθαίνει στο σκοτάδι. Μπορεί να φωτίζει το φιλιατρό του πηγαδιού, αλλά απορροφάται απ΄ το βυθό του. Ότι μπορούμε να κάνουμε είναι να χαρούμε, στο μέτρο που μας δόθηκε, αυτό το φως και να υπομείνουμε τη σκληράδα του. Το φως ταυτίζεται με τη ζωή.
Πρέπει, λοιπόν, να είμαστε ερωτευμένοι με τη ζωή. Να ζούμε την ομορφιά στην κορύφωσή της, αλλά να έχουμε πάντα εντός μας το αναπόφευκτο του θανάτου. Με αυτό το δεδομένο οφείλουμε να ζούμε τη ζωή μας χωρίς να την ευτελίζουμε. Γεννιέται το ερώτημα: Ζούμε τη ζωή μας ή την ευτελίζουμε; Που στοχεύουν οι δραστηριότητές μας; Κινούμαστε γύρω από ένα και μόνο άξονα. Να αποκτήσουμε οικονομική υπερεπάρκεια για να είμαστε σε θέση να απολαύσουμε όσο περισσότερα αγαθά μας προσφέρει η καταναλωτική κοινωνία. Μεταχειριζόμαστε κάθε λογής μέσα για να πετύχουμε αυτή την υπερεπάρκεια. Ακολουθώντας το χρόνο που τρέχει, είμαστε διαρκώς αγχωμένοι. Δεν μας μένει καιρός για στάση και περισυλλογή. Να δούμε τον εαυτό μας, αλλά και να κοιτάξουμε τα μάτια των άλλων ανθρώπων. Αδιαφορούμε για όσα ο άνθρωπος δημιούργησε, την ιστορία του δηλαδή. Δεν πεινούμε ούτε διψούμε για την αιωνιότητα. Η ζωή μας είναι λειψή, περιορισμένη στο τώρα. Είμαστε αδιάφοροι για το πριν και αποδιώχνουμε το μετά, τη συνέχεια δηλαδή του εαυτού μας και συνεκδοχικά τη συνέχεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Είπα προηγουμένως πως ο Απρίλης είναι σκληρός, γιατί μας υποχρεώνει να αναμετρηθούμε με το θάνατο. Αυτή την αναμέτρηση την αποφεύγει ο άνθρωπος. Αλλά, είτε το θέλουμε είτε όχι, ο θάνατος υπάρχει και η αναμέτρηση μ΄ αυτόν είναι αναπόφευκτη. Η ζωή μας τροχιοδρομείται με κατεύθυνση αυτή τη βεβαιότητα. Μπορεί να χτίζουμε προκλητικά σπίτια για να μείνουμε αθάνατοι. Έτσι όμως δεν αθανατίζουμε τη ζωή μας αλλά τη στεγάζουμε οριστικά και τελεσίδικα σ΄ αυτές τις επίγειες οικοδομές. Ο Απρίλης είναι σκληρός και ωραίος, αλλά ταυτοχρόνως μας θέτει μπροστά σ΄ ένα αδυσώπητο δίλλημα. Ή παίρνουμε την ομορφιά του σαν κορύφωση ζωής τελεσίδικης ή ως σωκρατική αλογόμυγα μας κεντρίζει, ακριβώς στην ύψιστη στιγμή, πως υπάρχει ένα τέλος, το οποίον όμως μπορεί να είναι η αρχή, η θύρα που οδηγεί στην αιωνιότητα. Οι άλλες εποχές δε θέτουν προκλητικά αυτό το δίλημμα. Έτσι, ούτε είναι τόσο σκληρές ούτε τόσο ωραίες.
=============================================================================
=============================================================================
Φθινοπωρινές Αναζητήσεις
Μπροστά στον καφενέ, με τη μαγκούρα να τον συντροφεύει, ο γέροντας αγνάντευε πέρα από τον πλάτανο. Ίσως και να ονειρευόταν. Το βλέμμα πίσω από τα χοντρά γυαλιά του δυσδιάκριτο, έμοιαζε απλανές, νόμιζε κανείς πως ίσως και να μην έβλεπε. Κόντευε τα ενενήντα, μάζευε ήλιο τούτες τις ζεστές ακόμη φθινοπωρινές μέρες για το χειμώνα που έπεφτε βαρύς στ' αγαπημένα του κορφοβούνια. Είχε περάσει καιρός από τότε που τα πόδια του βάρυναν. Δεν είχε πια τις αντοχές να κινείται με ευκολία και του άρεσε να αράζει εκεί στον καφενέ, να χαζεύει τα γύρω του, όπως εξηγούσε στον διαπορούντα περαστικό που τον προσέγγισε, μιας και δεν είδε άλλον άνθρωπο νωρίς εκείνο το πρωινό στο χωριό.
Αποσπούσαν την προσοχή του απλά πράγματα, ένα θρόισμα του αέρα, το πέταγμα ενός πουλιού ή ενός εντόμου, ένας ήχος ή ακόμη και τίποτε, όταν τον παρέσυρε το πνεύμα και οι οφθαλμοί απλώς έμεναν ακίνητοι, κατακτημένοι από τις σκέψεις ή τις αναπολήσεις. «Είναι η ευτυχία μου αυτή», θα εξομολογηθεί στον άγνωστο, που γοητεύθηκε από το ύφος, τον τρόπο και την ομιλία του γέροντα. Αστός, της πόλης εκείνος, μπερδεμένος από τα πολλά φθινοπωρινά, από εκείνα που κάθε Σεπτέμβρη ταράζουν τους ανθρώπους και τους ξαναβάζουν στο σκληρό παιχνίδι της αστικής καθημερινότητας, που το καλοκαίρι λασκάρει και δημιουργεί ψευδαισθήσεις ότι η ζωή μπορεί να είναι και αλλιώς. Στάθηκε όμως στον καφενέ. Είδε στο ήρεμο γεροντικό πρόσωπο το αντίδοτο του δικού του αναστατωμένου βίου και αναζήτησε απαντήσεις.
«Θες να βρεις την ευτυχία, ξένε μου. Δεν ξέρω που να σε στείλω, μα θα σου πω που τη βρήκα εγώ. Εδώ μεγάλωσα, σ' αυτό το χωριουδάκι. Έφυγα ελάχιστες φορές, όταν υπήρχε απόλυτη ανάγκη και οι περιστάσεις το επέβαλαν. Εδώ, ανάμεσα σ' αυτές τις πλαγιές, πέρασα τα χρόνια μου, δουλεύοντας στα χτήματα. Πότε στο όργωμα, άλλοτε στο σκάλο, μετά στο θερισμό, στον τρύγο, κόβοντας ξύλα ή φροντίζοντας τα ζώα. Παλεύοντας με τη φύση, στα καλά και στ' άσχημά της, με λίγα, με εκείνα που είχαμε. Δικό μας το ψωμί, δικά μας τα κηπευτικά, τα φασόλια, τα ρεβύθια, οι φακές, το κρασί απ' τ' αμπέλια μας, το γάλα, το τυρί, το βούτυρο αγνά, απ' τα ζωντανά μας. Καθαρά, ξένε μου, χωρίς φάρμακα, χωρίς ορμόνες, με γεύση κανονική, σε μέγεθος σωστό, όπως τα φτιάχνει ο καιρός, όπως τα μεγαλώνει το χορτάρι και ο ήλιος. Λεφτά δεν είχαμε ποτέ πολλά. Δεν μας έλειψαν κιόλας ούτε που και τα ζηλέψαμε.
Τα παιδιά, έξι ζωή να 'χουνε, τα αναθρέψαμε καλά, πήγανε στα σχολεία, πρόκοψαν. Είναι στην πόλη, έχουν αμάξια, σπίτια, δουλειές, αλλά να σου πω την αλήθεια στενοχωριέμαι. Τα βλέπω σαν κι εσένα, όλο έγνοιες και σκοτούρες και σκέφτομαι αν έκανα καλά και δεν τους κράτησα εδώ. Αρχόντοι θα ήταν τώρα. Θα είχανε το χωριό δικό τους, αν κράταγαν και τα δικά μου χούγια, νοικοκυραίοι μεγάλοι θα γινόντανε. Να σου πω το μυστικό ποιο είναι. Απλή ζωή, περπάτημα πολύ, δουλειά χειρωνακτική, αλλά με σύστημα και αγάπη. Όχι το έργο για το έργο. Με μεράκι το όργωμα. Το κλάδεμα με πόνο για τ' αμπέλι, ο σκάλος μερακλήδικος, τα ζώα με αγάπη και υπομονή. Και τους ανθρώπους με καλοσύνη. Μη σε πιάνουν εγωισμοί και οι φανατισμοί. Δώσε, άμα θες να πάρεις. Και τέλος πάντων, δώσε τόπο στην οργή, όλα έχουν την εξήγησή τους. Αμα γνωρίζεις, μπορείς και να κατανοείς τον κόσμο καλύτερα. Και να ξέρεις πως τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, ούτε και τα αξιώματα. Ο απλός βίος και η ανεκτικότητα δίνουν τη χαρά. Αυτή γεμίζει τη ζωή.
«Να 'σαι καλά γέροντα», είπε ο φθινοπωρινός επισκέπτης, έμεινε για λίγο σιωπηλός, το βλέμμα έψαξε πέρα από τον πλάτανο μήπως και δει αυτό που κοιτούσε ο γέροντας, αλλά δεν τα κατάφερε. Σηκώθηκε, χαιρέτησε ξανά, μπήκε στο αμάξι και κατηφόρισε για να ξανάβρει τον κόσμο του, που δεν μπορούσε να αρνηθεί ούτε να ξεπεράσει...
=============================================================================
giannis_
Apr 8 2009, 05:05
Δεν ξερω αν κολλαει απολυτα σε αυτο το thread αλλα ειναι ενα απο τα καλυτερα αρθρα π εχω διαβασει το τελευταιο καιρο.
Ο βιολιστης της μοναξιας μας.
Ουάσιγκτον. Σταθμός του μετρό. Ενα κρύο πρωϊνό τον Γενάρη του 2007. Επαιξε έξι κομμάτια του Μπαχ για περίπου 45 λεπτά. Στο διάστημα αυτό, περίπου 2 χιλιάδες άτομα πέρασαν από το σταθμό, οι περισσότεροι καθ'οδόν για τη δουλειά τους. Μετά από 3 λεπτά ένας μεσήλικας πρόσεξε οτι κάποιος έπαιζε μουσική.
Βράδυνε το βήμα του, σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά προχώρησε βιαστικός για τον προορισμό του.
4 λεπτά αργότερα ο βιολιστής εισέπραξε το πρώτο του δολλάριο: μια γυναίκα έριξε τα χρήματα στο κουτί του
και χωρίς να σταματήσει συνέχισε το δρόμο της.
6 λεπτά, ένας νεαρός έγειρε στον τοίχο για να τον ακούσει, μετά κοίταξε το ρολόι του και συνέχισε να περπατά.
10 λεπτά, ένα αγοράκι 3 ετών σταμάτησε, αλλά η μητέρα του το έσυρε βιαστικά να συνεχίσει, καθώς το παιδί
σταμάτησε για να δει τον βιολιστή. Τελικά η μητέρα έσπρωξε δυνατά το παιδί και το παιδί ξανάρχισε να περπατά
γυρνώντας ολοένα το κεφάλι προς τα πίσω.
Την ίδια αντίδραση είχαν και πολλά άλλα παιδιά. Όλοι, χωρίς εξαίρεση, οι γονείς τα πίεζαν να προχωρήσουν.
45 λεπτά: ο μουσικός συνέχισε να παίζει.
Μόνον 6 άνθρωποι είχαν για λίγο σταματήσει.
Περίπου 20 άτομα του άφησαν χρήματα χωρίς να διακόψουν το ρυθμό τους.
Συγκέντρωσε συνολικά 32 δολλάρια.
1 ώρα: τελείωσε το παίξιμο και μια σιγή απλώθηκε παντού.
Κανείς δεν το πρόσεξε. Κανείς δε χειροκρότησε ούτε υπήρξε έστω κάποιο ίχνος αναγνώρισης.
Κανείς δεν το 'ξερε, αλλά ο βιολιστής ήταν ο Τζόσουα Μπελλ, ένας από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου.
Επαιξε ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια που έχουν ποτέ γραφτεί, με ένα βιολί αξίας 3.5 εκατομμυρίων
δολλαρίων.
Δύο μερες νωρίτερα, ο Τζόσουα Μπελλ γέμισε ασφυκτικά ένα θέατρο στη Βοστώνη, σε συναυλία που η
μέση τιμή του εισιτηρίου άγγιξε τα 100 δολλάρια.
Πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Ο Τζόσουα Μπελλ έπαιξε ινκόγκνιτο στο σταθμό του μετρό στα πλαίσια ενός
κοινωνιολογικού πειράματος που οργάνωσε η Ουάσιγκτον Ποστ για την αντίληψη, το γούστο και τις
προτεραιότητες των ανθρώπων. Το ερώτημα που προέκυψε: σε ένα ουδέτερο περιβάλλον και σε ακατάλληλη
ώρα, μπορούμε να αντιληφθούμε την ομορφιά; Σταματούμε για να την απολαύσουμε; Αναγνωρίζουμε το
ταλέντο όταν εκδηλώνεται σε ασυνήθιστα χωροχρονικά πλαίσια;
Ενα συμπέρασμα που πιθανώς μπορεί να εξαχθεί από το συγκεκριμένο πείραμα είναι:
Αν δεν έχουμε ένα λεπτό για να σταματήσουμε και ν'ακούσουμε έναν από τους καλύτερους μουσικούς του
κόσμου να παίζει ένα από τα ωραιότερα κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ, με ένα από τα ομορφότερα μουσικά
όργανα.... πόσα άλλα πράγματα χάνουμε άραγε... για την αντιγραφή
www.athensvoice.gr
QUOTE(giannis_ @ Apr 8 2009, 06:05 )
Δεν ξερω αν κολλαει απολυτα σε αυτο το thread αλλα ειναι ενα απο τα καλυτερα αρθρα π εχω διαβασει το τελευταιο καιρο.
Ο βιολιστης της μοναξιας μας.
www.athensvoice.gr
πόσα άλλα πράγματα χάνουμε άραγε...
Φίλε Γιάννη σε ευχαριστούμε, πολύ ωραίο!
Νάσαι πάντα καλά.
=============================================================================
==============================================================================
Οικογένεια ή επάγγελμα;
Πριν επιχειρήσουμε μια προσέγγιση στο περίπλοκο αυτό ερώτημα, οικογένεια ή επάγγελμα θα ήταν χρήσιμο, νομίζω, να ρίξουμε μια μικρή ματιά στο ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι δύο αυτές έννοιες αναπτύχθηκαν, συνδέθηκαν ή αποχωρίστηκαν, στο δικό μας τουλάχιστον χώρο και στη δική μας εποχή.
Ο αιώνας μας, με τη βιομηχανική του επανάσταση, και αργότερα με τους δύο Παγκόσμιους πολέμους που τον σημάδεψαν, βρέθηκε ν΄ αντιμετωπίζει για πολλά χρόνια μια έντονη και διαρκή αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυο τάξεις: την εργατική και την εργοδοτική. Όπως και αν το κοινωνικό σύστημα αποκαλούσε αυτή την αντιπαράθεση «Καπιταλισμό», «Σοσιαλισμό», «Επανάσταση», «Ανεργία», «Συνδικαλισμό», «Απεργία», «Μποϋκοτάζ», το βέβαιο είναι πως ένα βαθύ και, πολλές φορές, αιματηρό ρήγμα δημιουργήθηκε ανάμεσα στους δυο «αντιπάλους». Που για να γεφυρωθεί κάπως, η τάξη που χορηγούσε την εργασία βρέθηκε αναγκασμένη να παραχωρήσει πολλά προνόμια στην τάξη που είχε ανάγκη απ΄ αυτή την εργασία.
Κι έτσι, ενώ στις αρχές του αιώνα, ο βιομηχανικός εργάτης, λόγου χάρη, έμπαινε στο εργοστάσιο πριν χαράξει ο ήλιος κι έβγαινε αφού είχε δύσει, ανασφάλιστος, αβέβαιος για το αύριο, θύμα κι αυτός κι η οικογένειά του των ορέξεων ενός ανάλγητου, κατά κανόνα, εργοδότη, από τα μέσα του αιώνα κι εδώθε, με τους αγώνες του, με την πίεση, με τον εκβιασμό, κατάφερε να ανατρέψει τις άνισες κι άδικες συνθήκες εργασίας και να εξασφαλίσει ανθρωπινότερες συνθήκες διαβίωσης. Πέτυχε το οκτάωρο, και σε πολλές ειδικότητες το επτάωρο, πέτυχε το πενθήμερο, το «ρεπό», τις άδειες του καλοκαιριού, τα επιδόματα, τα δώρα των εορτών, την κοινωνική περίθαλψη και τη συνταξιοδότηση. Και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα με τέτοιο υπερβολικό και προκλητικό τρόπο, που η αποκατάσταση αυτής της ομολογημένης αδικίας να καταντά σχεδόν άδικη.
Αυτό το επεσήμανε η τάξη που είχε χορηγήσει τα προνόμια. Και περίμενε την ευκαιρία να επιτεθεί, με τον τρόπο της φυσικά, και σιγά-σιγά, «ανεπαισθήτως», που θα έλεγε κι ο ποιητής, να επαναφέρει στις σχέσεις «κεφαλαίου-εργασίας» τη διασαλευθείσα «αρμονία», που τόσο τη συνέφερε.
Εδώ ακριβώς, κατά τη γνώμη μας, οφείλεται και η μεγάλη διαταραχή στις «κατά παράδοσιν» σχέσεις οικογένειας-επαγγέλματος.
Ας τις δούμε αυτές τις σχέσεις, όπως τις γνωρίσαμε εμείς οι κάτοικοι αυτού του αιώνα που πέρασε, εμείς οι πολίτες αυτού του τόπου, όπως τις μάθαμε από τους παππούδες κι από τους γονείς μας.
Η οικογένεια της νονάς μου είχε εφτά παιδιά. Πέντε κορίτσια και δύο αγόρια. Ο παππούς ήταν ένας μικρέμπορος στην επαρχία. Οι οικογένειες που έκαναν αυτά τα εφτά παιδιά, όταν παντρεύτηκαν, και παντρεύτηκαν όλα, ήταν πολυμελείς. Από πέντε παιδιά κι απάνω η καθεμιά. Κι αυτά τα παιδιά αναστήθηκαν, μεγάλωσαν, πήγαν σχολείο, σπούδασαν με τη δουλειά, με το επάγγελμα του πατέρα μονάχα. Μιλάω για οικογένειες μέσης αστικής ή αγροτικής τάξης. Όχι για τις πολύ πλούσιες ούτε για τις πολύ φτωχές.
Σ΄ αυτές, λοιπόν, τις οικογένειες όταν ο πατέρας ρωτιόταν για το επάγγελμά του, απαντούσε ανάλογα: Δημόσιος υπάλληλος, επαγγελματίας, δικηγόρος, γιατρός, αξιωματικός, αγρότης, ψαράς, έμπορος, εκπαιδευτικός, ιερέας και τα παρόμοια. Όταν ρωτούσαν τη μητέρα, εκείνη έσκυβε το κεφάλι κι απαντούσε χαμηλόφωνα: Οικιακά. Το ΄λεγε σαν να ντρεπόταν. Σαν να ήταν κάτι ταπεινωτικό γι΄ αυτήν. Κι ήταν ταπεινωτικό. Γιατί αυτό το επάγγελμα δεν ήταν επάγγελμα, ήταν δουλεία τις περισσότερες φορές. Και δεν ήταν ένα επάγγελμα. Ήταν δέκα μαζί.
Η μητέρα που μεγάλωσε εμένα και τα τέσσερα αδέλφια μου, οι μητέρες των φίλων μου, οι μητέρες στους τόπους που τις γνώρισα εγώ - και γνώρισα πολλές γιατί ο πατέρας μου ήταν τελωνιακός και τον μετέθεταν απ΄ τη μια πόλη στην άλλη, όλες οι μητέρες του καιρού μου και της τάξης μου που θυμάμαι εγώ, ήταν σκλάβες. Ήταν συγχρόνως μαγείρισσες, ζυμώτριες, φουρνάρισσες, μοδίστρες, βρεφοκόμοι, μπαλωματούδες, πλέκτριες, υφάντριες, κεντίστρες, πλύντριες, καθαρίστριες, και τ΄ απογεύματα, που γύριζαν τα παιδιά απ΄ το σχολείο, γινόντουσαν και δασκάλες να τα «διαβάσουν». Κι έμενε, όταν έγερνε η μέρα, κι άλλο ένα «επάγγελμα» να διεκπεραιώσουν. Επάγγελμα είχε καταντήσει, δυστυχώς, γι΄ αυτές. Το επάγγελμα της συζύγου ή της ερωμένης. Πώς να επιτελεσθεί, ύστερα από τόση πολύωρη κι εξαντλητική κόπωση; Τώρα που το σκέπτομαι, αναρωτιέμαι μήπως η έκφραση: «Συζυγικό καθήκον», έχει εδώ ακριβώς τις ρίζες και την προέλευσή της.
Αυτή ήταν η σχέση επαγγέλματος και οικογένειας για πολλά χρόνια εδώ, στον δικό μου τόπο, όπως τη γνώρισα εγώ, και σε χιλιάδες άλλους τόπους που δεν τους γνώρισα, αλλά που τους ξέρω από διαβάσματά μου, και σε χιλιάδες άλλα χρόνια που προηγήθηκαν. Οικογένεια ήταν το επάγγελμα της μητέρας ν΄ ανασταίνει παιδιά, και επάγγελμα ήταν η δουλειά του πατέρα που έφερνε στο σπίτι τα χρήματα για ν΄ αναστηθεί αυτή η οικογένεια.
Και κάποτε ήλθε η απελευθέρωση της γυναίκας. Κάποιες ισορροπίες άρχισαν ν΄ ανατρέπονται. Η γυναίκα θα μπορούσε πια να εργάζεται κι έξω απ΄ το σπίτι και να συνεισφέρει κι αυτή στο οικογενειακό εισόδημα. Είχε καταφέρει τώρα κι αυτή να ΄χει το επάγγελμά της. Να πάψει πια να΄ ναι δούλα στο σπίτι. Και δεν υποψιαζόταν πως αυτή της η επιτυχία πρόσθετε άλλη μία δουλεία στη ζωή της. Τη δουλεία της ελευθερίας της.
Όπως και να ΄ναι, τώρα, με δυο μισθούς, τα πράγματα θ΄ άρχιζαν - έτσι είχαν ελπίσει - να καλλιτερεύουν και για κείνη και για τα παιδιά και για τον σύζυγο-πατέρα, που δεν θα σήκωνε πια μόνος στους ώμους του τα οικογενειακά βάρη. Μα για τα παιδιά τους δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ίσα-ίσα, η απουσία της μάνας από το σπίτι δυσκόλεψε τα πράγματα, ενώ οι ανάγκες όχι μόνον παρέμεναν οι ίδιες αλλά, μέρα με τη μέρα, με την αλλαγή του τρόπου ζωής, μεγάλωναν.
Τι έπρεπε να γίνει; Πως θα τα ΄βγαζαν πέρα; Γιατί σ΄ αυτό το διάστημα άρχισε να εκδηλώνεται έντονη η αντίδραση της οικονομικής τάξης που κάποτε, κάτω από πίεση, είχε αναγκαστεί να παραχωρήσει εκείνα τα περίεργα προνόμια στους εργαζομένους. Οκτάωρα, δηλαδή, επιδόματα, ασφαλίσεις, συντάξεις, ρεπό, δώρα. Που ακούστηκε; Αυτό το «διαφυγόν κέρδος» έπρεπε οι προνομιούχοι να το επανακτήσουν. Με ποιόν τρόπο όμως; Όχι φυσικά με τη βία, αλλά με την κοινωνία της ευημερίας και της αφθονίας.
Κι έριξαν στην αγορά, με τη βοήθεια μιας ταχύτατα εξελισσόμενης τεχνολογίας, του κόσμου τα αγαθά. Όλων των ειδών: υλικά, πνευματικά, ψυχαγωγικά, θεραπευτικά, καλλιτεχνικά για κάθε γούστο και για κάθε βαλάντιο. Αυτό το τελευταίο ακουγόταν κάπως τσουχτερό, αλλά τι να κάνουμε, η πρόοδος και η ευημερία θέλουν θυσίες.
- Δηλαδή; Ρώτησε η σύζυγος-μητέρα.
- Θα δουλέψω και υπερωρίες, απάντησε ο σύζυγος-πατέρας. Θα δουλέψω και τ΄ απόγευμα σε μια δεύτερη δουλειά. Πως αλλιώς θα τα βγάλουμε πέρα;
- Θ΄ αρχίσω να παίρνω κι εγώ δουλειά στο σπίτι, υπερθεμάτισε πρόθυμα η αστόχαστη σύζυγος-μητέρα.
Κι ύστερα, σαν να καλοσκέφτηκε αυτό που είπε, ρώτησε με κάποιο δισταγμό:
- Και τα παιδιά που λέγαμε;
- Ποια παιδιά;
- Να, είχαμε πει, πως όταν θα παντρευόμαστε θα γεμίζαμε το σπίτι κουτσούβελα...
- Ναι, αλλά πήραμε το πλυντήριο. Και το ψυγείο. Και τον καταψύκτη. Και το αυτοκίνητο. Και το στερεοφωνικό. Και το καινούργιο σαλόνι. Και τον φούρνο των μικροκυμάτων. Κι είχαμε, μην ξεχνάς, και τις δόσεις για κείνο το οικοπεδάκι στο Πόρτο-Ράφτη.
Γίνηκε σιωπή.
Κι ύστερα η σύζυγος (εδώ το - «μητέρα» κόβεται), ρώτησε, δαγκώνοντας τα χείλη της, τον σύζυγο (κι εδώ εκείνο το «πατέρα», κόβεται κι αυτό).
- Ούτε ένα;
- Τι ένα; Ρώτησε ο σύζυγος αιφνιδιασμένος.
- Λέω, ούτε ένα μωράκι;
Ξανάγινε σιωπή. Κι ύστερα ο σύζυγος είπε κομπιάζοντας.
- Κι εγώ το θέλω Αιμιλία... Το ξέρεις πόσο το θέλω...
Άναψε τσιγάρο και συνέχισε δύσκολα.
- Αλλά ένα παιδί σήμερα είναι μεγάλο πρόβλημα για τους γονείς, που εργάζονται κι οι δυο. Ο γιατρός που θα παρακολουθεί την εγκυμοσύνη σου, το μαιευτήριο, μια γέννα σήμερα κοστίζει δυο εκατομμύρια δραχμές, ύστερα ο παιδίατρος, το καροτσάκι του μωρού, τα εμβόλιά του, τα ρουχαλάκια του, οι πάνες, η νταντά, η μπέϊμπυσίτερ, εμείς οι δύο, βλέπεις εργαζόμαστε πρωί-απόγευμα, δεν μπορούμε ν΄ αφήνουμε μονάχο το παιδί. Άσε που άμα μεγαλώσει λίγο θ΄ αρχίσουν τα σχολεία, και τα φροντιστήρια κι οι ξένες γλώσσες... Ένα παιδί σήμερα, Αιμιλία...
Και αυτό το παιδί δεν γεννήθηκε. Το επάγγελμα των δύο γονιών εμπόδισε, σ΄ αυτή την περίπτωση, τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης οικογένειας.
Είναι άραγε μια περίπτωση που αποτελεί εξαίρεση; Ή είναι ο κανόνας; Που κάποιοι τολμηροί ίσως τον καταργούν και προχωρούν ίσαμε το πρώτο, ή και το δεύτερο παιδί; Και σταματούν εκεί; Δεν είμαστε αρμόδιοι ν΄ απαντήσουμε. Εμείς μια κοινή, μια κοινότατη ιστορία αφηγούμαστε. Για κείνη την παλιά την οικογένεια που ξέραμε, την οικογένεια των παππούδων και των γονιών μας, που μεγαλώσαμε μέσα σ΄ αυτήν και που την είχαμε κάποτε αγαπήσει. Τώρα αυτή η οικογένεια βλέπουμε να κλονίζεται, να χάνεται σιγά-σιγά, χτυπημένη από τα αγαθά της ευημερίας. Κι από τους ίδιους που θα ΄πρεπε να την υπερασπιστούν. Ας μην τους αδικούμε. Η ανάγκη των καιρών μπερδεύει τους ανθρώπους. Κι οι άνθρωποι με τη σειρά τους μπερδεύουν τις λέξεις. Κι οι λέξεις τους εκδικούνται. Τους παραπλανούν. Η επιτυχία παίρνει τη θέση της ευτυχίας, και το μερτικό σ΄ αυτή την ευτυχία μέρα τη μέρα λιγοστεύει και δεν το καταλαβαίνουμε. Τ΄ αφήνουμε άβουλοι να λιγοστεύει.
Κι έτσι, ενώ κάποτε είχαμε μια οικογένεια λόγου χάρη με πέντε παιδιά κι ένα επάγγελμα, τώρα, στη θέση της, έχουμε πέντε επαγγέλματα στην ίδια οικογένεια κι ένα παιδί.
Πρώτα, τα πέντε παιδιά τα βόλευε η μάνα μ΄ ένα παντελόνι, που μεταβιβαζόταν με μπαλώματα, προσθήκες και μετατροπές, απ΄ το ένα στο άλλο, και στα πέντε παιδιά. Τώρα έχουμε πέντε συγχρόνως παντελόνια (και μάλιστα signés), για τον ένα και μοναδικό γόνο της ίδιας οικογένειας, που την αποτελούν ο πατέρας, η μητέρα, ο γόνος αυτός και τα πέντε παντελόνια του. Που τα φοράει όλα αυτός. Όπως φοράει και τις πέντε ζακέτες του, τα πέντε πουλόβερ του, τα πέντε ζευγάρια παπούτσια του, τα πέντε πανωφοράκια του, όλα μόνος του. Κι όλα signés. Τα τέσσερα αδερφάκια του, που θα μπορούσαν να τα μοιραστούν μαζί του, δεν ήρθαν. Δεν ήρθαν ποτέ στη ζωή. Κι ούτε θα ΄ρθουν. Εμποδίζει τον ερχομό τους η καταναλωτική μας κοινωνία. Κι οι δυο γονείς, όταν μεγαλώσει το μοναδικό παιδί και φύγει από την οικογένεια, θα μείνουν μονάχοι. Με την ερημιά τους. Μια ερημιά, όμως, signée.
==============================================================================
silver
Apr 10 2009, 03:35
==============================================================================
H ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
10 Aπριλίου 1826
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρινός το ξέρει
Η Ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου αποτελεί ίσως την κορυφαία και την πιο συγκινητική στιγμή του Αγώνα της Εθνικής μας παλιγγενεσίας. Η έξοδος ήταν η κατάληξη ενός άνισου με όρους αριθμητικής σύγκρισης, αγώνα μεταξύ αναρίθμητων Τούρκων και λιγοστών Ελλήνων και φιλελλήνων υπερασπιστών της ιερής πόλης του Μεσολογγίου.
Η θυσία του Μεσολογγίου που επί 12 ολόκληρους μήνες αντιστάθηκε ηρωικά, προώθησε το ελληνικό ζήτημα, όσο καμιά άλλη ελληνική νίκη: πλημμύρισε τους άλλους Έλληνες και τους Ευρωπαίους με αισθήματα θαυμασμού για τους άνδρες της φρουράς και τον ηρωικό πληθυσμό του Μεσολογγίου. Πραγματικά σπάνια συναντά κανείς στις σελίδες της ιστορίας παραδείγματα παρόμοιας υπεράνθρωπης ψυχικής αντοχής οι φλόγες του Μεσολογγίου και η συνειδητή θυσία των αγωνιστών θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων λαών και τους ξεσήκωσαν σε μία αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση ψυχικής αντοχής.
Οι φλόγες του Μεσολογγίου και η συνειδητή θυσία των αγωνιστών θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων και τους ξεσήκωσαν σε μια αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.
Ο εθνικός μας ποιητής ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ , εμπνεύστηκε το κορυφαίο έργο της ποίησης του, τους «Ελευθέρους Πολιορκημένους», από τον αγώνα των εγκλωβισμένων στο Μεσολόγγι και την ηρωική τους έξοδο, παρουσιάζοντας τους αγωνιστές να φτάνουν στο επίπεδο της αγιοποίησης μέσα από το διαρκή αγώνα για την ελευθερία και τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους. Πολύ χαρακτηριστικά αφήνει να διαφανεί ένα ανυπέρβλητο εθνικό και ανθρωπιστικό μήνυμα από τη θυσία των μαρτύρων της Εξόδου: η προσήλωση στο χρέος της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας είναι αυτή που καταξιώνει τον άνθρωπο ως ανώτερη ύπαρξη επιβεβαιώνοντας το ηθικό του βάθος και τη δυνατότητα για την προσέγγιση της αυτοσυνειδησίας.
Σήμερα που οι λέξεις ΕΘΝΟΣ και ΠΑΤΡΙΔΑ τείνουν να μπούν στο περιθώριο καθώς το παγκόσμιο αρχίζει να υπερκαλύπτει το εθνικό, ως Έλληνες οφείλουμε να σκεπτόμαστε το εθνικό και ιστορικό μας χρέος απέναντι στους προγόνους μας, έχοντας ως οδηγό ζωής στην ψυχή μας τους μάρτυρες της Εξόδου του Μεσολογγίου.
Η σημερινή επέτειος όπως και κάθε επέτειος, πρέπει να είναι αφορμή για να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον της εθνικής μας ιστορίας. Πρέπει να αναζητήσουμε, πόσο μέλλον έχει το παρελθόν μας και πόσο σημαντικό είναι για μας, σήμερα να το αναδείξουμε και να το προστατεύσουμε, όχι ως μουσειακό είδος αλλά ως ζώσα πραγματικότητα, ως πρότυπο προς μίμηση.
Όλες οι μορφές αυτοεπιβεβαίωσης συνδέονται με μία έντονη ανάγκη συνέχειας. Είναι η αναγκαιότητα να ενταχθεί σε μια συνέχεια η οποία βυθίζει τις ρίζες της σ’ένα απόμακρο παρελθόν και μπορεί έτσι καλύτερα να εγγυηθεί πώς έχει και μέλλον. Μέλλον έχει μόνο όποιος κατορθώνει να είναι ελεύθερος μέσα σε ένα κόσμο που επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου.
Ίσως όλα αυτά να ακούγονται κοινότυπα και να θεωρούνται αυτονόητα. Σε καιρό όμως ειρήνης και ελευθερίας η υπόμνηση των αυτονοήτων εξασφαλίζει το υπέρτατο αυτονόητο αγαθό, την ίδια τη ζωή και τις αξίες της.
Έχοντας κατά νου , το εθνικό και ανθρωπιστικό μήνυμα της Εξόδου, ας το κάνει ο καθένας μας οδηγό για την καθημερινή του ζωή. Η ηθική και εθνική ελευθερία είναι τα προαπαιτούμενα της αξιοπρέπειας που δυστυχώς τόσο λείπει από τις συμπεριφορές της εποχής μας.
==============================================================================