Επειδή κάποιοι τα φοράνε , επειδή ...κρυώνουν
παντελονάτος (επίθ.) || παντελονάτα (επίρ.)
Το επίθετο παντελονάτος (και σε θέση ουσιαστικού) έχει τις ακόλουθες σημασίες (με ενδεικτικά παραδείγματα χρήσης - παντού διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου):
1. αντρίκιος, μπεσαλής [παντελόν- από τη φράση "τιμά τα παντελόνια που φοράει" + -άτος]
Eυάκι, με έκανες να θυμηθώ τον μπαμπά μου που μου έλεγε "Ο άντρας που θα αγαπήσεις να είναι παντελονάτος."
Να'σαι ΠΑΝΤΕΛΟΝΑΤΟΣ και ΜΑΓΚΑΣ, να παραδέχεσαι τα λάθη σου!
2. αρχιδάτος [για να αποφευχθεί η χυδαία έκφραση, από επιτατική χρήση της σημασίας (1)] σημ. καλό μετάφρασμα με αργκό αέρα για τα gutsy, ballsy
Ολοι οι αλλοι κο-κο-κο. Ο Σωφερ εξαφανιζολ. [...] Σαλπι, θηριο στο γηπεδο και παντελονατος! Ετσι πρεπει να ναι οι ηγετες!
ΕΙΝΑΙ γμτ το κερατο το τραγιο κανενας ΕΛΛΗΝΑς πολιτικος παντελονατος???
3. λεφτάς, παραλής [παντελόν- που δημιουργεί νοερή εικόνα για τις μεγάλες τσέπες που είναι γεμάτες χρήμα + -άτος]
Ας βαλει ΕΝΑ ΕΥΡΩ και μετά να το παιξει παντελονατος.
4. άρχοντας [από επιτατική χρήση της σημασίας (3)]
Αρρωστο μπαογκι ο Θοδωρας. ΠΟΛΥ ΑΡΡΩΣΤΟ. Αλλα παντελονατος.
5. (ειρων.) άντρας για κλάματα || παρουσιαζόμενος ως πλούσιος χωρίς να είναι || τσιγκούνης [από τη χρήση με την αντίθετη έννοια]
Μεγαλο λαμογιο ο Δροσος. Νεος Μπιγκ-Μακ! Αφησε στα κρυα του λουτρου τον καημενο τον Σπορτινγκ!!! Ωραιος!! Παντελονατος!!
===
Το επίρρημα παντελονάτα χρησιμοποιείται πρωτίστως στη σημασία (1), δηλ. "αντρίκια, μπεσαλίδικα, ξηγημένα". Ωστόσο, όταν το αντικείμενο αφορά οικονομική συμφωνία (ή χρήματα εν γένει), η χρήση τού παντελονάτα δίνει αναπόφευκτα χρώμα και από την παραλίδικη σημασία (3), οπότε σημαίνει "πλούσια, άνετα κι αεράτα".
(πηγη :
lexilogia.gr )