Από όσα έχουν γραφτεί καταλαβαίνω ότι μπορεί η εφημερίδα να μη βγει για καιρό ή ίσως και να κλείσει. Παρόλα αυτά θα ήθελα να παραθέσω το παρακάτω κείμενο αφενός για να το μοιραστώ μαζί σας, αφετέρου για να αποτίνω έναν προσωπικό φόρο τιμής στους κάτωθι κυρίους.
Η 11η Σεπτεμβρίου 2007 ήταν για τους πιο «ρομαντικούς» Έλληνες φίλους του μπάσκετ και της επίσημης αγαπημένης μια ημέρα που άφησε ανεξίτηλες μνήμες.
Όχι φυσικά γιατί διοργανώθηκε κάποιο φιλικό παιχνίδι της εθνικής μας με την Team Usa με σκοπό τη διάθεση των κερδών σε πυρόπληκτους και σε συγγενείς των θυμάτων του προ εξαετίας τρομοκρατικού χτυπήματος (κάτι πρακτικά αδύνατο λόγω της διεξαγωγής του Eurobasket). Ούτε όμως για την άνετη και ψυχολογικά υπερπολίτιμη νίκη της εθνικής απέναντι στη φιλότιμη πλην άτεχνη Πορτογαλία. Ο λόγος ήταν η ιστορική συνάντηση μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες των δύο πατριαρχών του σύγχρονου ελληνικού μπάσκετ: του Νίκου Γκάλη και του Παναγιώτη Γιαννάκη. Ο πρώτος βρέθηκε στην Ισπανία για να μπει στο ευρωπαϊκό Hall of Fame και να αναγνωριστεί επίσημα ως ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους και τα καμάρια του ευρωπαϊκού μπάσκετ ενώ ο δεύτερος για να οδηγήσει τους αθλητικούς επιγόνους του στην προσπάθεια να διατηρήσουν τον ευρωπαϊκό τίτλο που θριαμβικά κατέκτησαν προ διετίας στο Βελιγράδι.
Ήταν απίστευτα συγκινητικό να βλέπεις αυτούς τους δύο κορυφαίους αθλητές να είναι και πάλι μετά από τόσα χρόνια μαζί, αγκαλιασμένοι. Είναι γνωστό ότι έξω από το παρκέ δεν έλειπαν τα προβλήματα από τη μεταξύ τους σχέση αν και αυτό δεν επηρέασε ποτέ τη συνεργασία τους. Κι όμως χθες ήταν σαν να έβλεπες δίπλα-δίπλα δυο αδέρφια. Πρόκειται βέβαια για δύο τελείως διαφορετικές προσωπικότητες: από τη μία ο εσωστρεφής, απόλυτα προσηλωμένος στους στόχους του, στυγνός επαγγελματίας, αστέρας μέσα στο γήπεδο αλλά απρόσιτος εκτός αυτού Γκάλης ενώ από την άλλη ο συναισθηματικός, εκρηξιγενής, δυναμικός στη νεότητα και στωικός στην ωριμότητα Γιαννάκης.
Ο «δράκος» να λέει με χαμόγελο και την χαρακτηριστικά μεγαλόψυχη παρρησία που διακρίνει το λόγο του: «Ο Νικ έχει μπει στο Hall of Fame από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα. Ήρθε στην Ισπανία και όλοι φωνάζουν Νικ και Νικ! Έγραψε και γράφει ιστορία…».
Ο «γκάνγκστερ» να σχολιάζει με παιχνιδιάρικο τόνο και αμερικανο-σαλονικιώτικια προφορά: «Τον ακούω να φωνάζει Νίκο και Νίκο και απαντάω κι εγώ «Γεια σου Παναγιώτη!» αλλά μετά δε με μιλάει γιατί αναφερόταν στο Ζήση…»
Δεν ντρέπομαι καθόλου να ομολογήσω ότι δάκρυσα με αυτή τη σκηνή. Όπως για χιλιάδες άλλα ελληνόπουλα, έτσι και για μένα αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν αυτοί που με μάγεψαν με το παιχνίδι τους και ήταν ο θαυμασμός μου προς αυτούς που με ώθησε να απαιτήσω επιτακτικά με την ξεροκεφαλιά του επτάχρονου μια πορτοκαλί μπάλα από τον πατέρα μου.
Επίσης τα όποια οπαδικά μου αισθήματα σε επίπεδο συλλόγων οφείλονται σε αυτούς. Έγινα φίλος το Παναθηναϊκού απλά και μόνο επειδή ήμουν «Γκαλικός» και «Γιαννακικός» και ακολούθησα νοερά μαζί τους την μεταγραφή τους από τον Άρη στο σύλλογο των Αθηνών.
Η κυριότερη διαφορά τους είναι ότι χρονικά η επιρροή του Γκάλη σταματά με τον τελευταίο αγώνα του στον Παναθηναϊκό (και στην ψηφιακή αναπαραγωγή των κατορθωμάτων του βέβαια). Κι αν όμως ο Νικ επέλεξε να μην ασχοληθεί με το μπάσκετ από διαφορετικό μετερίζι και να βγει από το φως της αθλητικής δημοσιότητας, ο Γιαννάκης συνεχίζει ακόμα και σήμερα να με διδάσκει. Να με διδάσκει πως η συλλογικότητα μπορεί να νικήσει την γονιδιακή υπεροχή και τον τάλαντο του αντιπάλου, ότι ο μέχρις εσχάτων αγώνας μπορεί να αλλάξει άρδην ένα φαινομενικά χαμένο αποτέλεσμα, ότι μπορείς να αποκομίσεις ευτυχία από τα κατορθώματα των επόμενων γενιών ακόμα κι αν (ή ίσως επειδή) αυτά υπερβαίνουν τα δικά σου, ότι μπορείς να μάθεις όχι μόνο να κερδίζεις αλλά και να χάνεις με χάρη και αξιοπρέπεια τηρώντας το ευ αγωνίζεσθαι, ότι η παιδεία και το ήθος ενός ανθρώπου δεν βρίσκονται σε ευθεία συνάρτηση με την μόρφωση του.
Ευχαριστώ αυτούς του δύο γκριζομάλληδες πλέον κυρίους (που έχουν πάνω-κάτω την ηλικία του πατέρα μου) για όλα τα πολύτιμα μαθήματα που μου έδωσαν και για τις στιγμές χαράς που απλόχερα μου χάρισαν.