Φακελώνουν τηλέφωνα και Ιντερνετ
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΕΡΒΑ
Σε καθεστώς υποχρεωτικής καταγραφής και παρακολούθησης μπαίνουν οι επικοινωνίες εκατομμυρίων πολιτών (Ευρωπαίων και αλλοδαπών) που ζουν και εργάζονται στην Ε.Ε., μέσω κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, μηνυμάτων SMS και MMS, Ιντερνετ και e-mail.
Παρά τις αντιρρήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Ευρωπαϊκής Αρχής Προστασίας Δεδομένων και οργανώσεων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με απόφαση-συμφωνία των υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών, ένα εκτεταμένο αλλά και αρκετά δαπανηρό δίκτυο μαζικής επιτήρησης και ηλεκτρονικού φακελώματος των πολιτών εγκαθίσταται με ταχύτητα πάνω από την Ευρώπη.
Στα δεδομένα που υποχρεωτικά θα καταγράφουν και θα κρατούν στα αρχεία τους για διάστημα 6-48 μηνών (ανάλογα με τις εθνικές νομοθεσίες) όλοι οι φορείς παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας και Ιντερνετ (δηλαδή στην Ελλάδα ο ΟΤΕ, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας Cosmote, Vodafone, ΤΙΜ, Q-phone και όλες οι εταιρείες Ιντερνετ) περιλαμβάνονται:
Τι καταγράφουν
* Οι τηλεφωνικοί αριθμοί του καλούντος και του καλούμενου προσώπου.
* Τα ονόματα και οι διευθύνσεις των συνομιλητών που είναι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους.
* Η τηλεφωνική υπηρεσία που χρησιμοποίησαν.
* Ο αριθμός της συσκευής (ΙΜΕΙ) για τα κινητά.
* Οι διευθύνσεις Ιντερνετ (ΙΡ), το όνομα του χρήστη (user ID) που συνδέθηκε στο Ιντερνετ, καθώς και οι διευθύνσεις μέσω των οποίων έγινε η σύνδεση.
* Αλλα δεδομένα για την αναγνώριση του τόπου όπου άρχισε η επικοινωνία (Cell ID), ιδίως για κινητή τηλεφωνία, του προορισμού, του χρόνου και της διάρκειάς της.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όλες οι επικοινωνίες χάνουν ουσιαστικά το χαρακτήρα της ιδιωτικότητας και γίνονται άμεσα προσβάσιμες στις διωκτικές αρχές. Η τήρηση του αρχείου δεδομένων εκτιμάται ότι θα επιτρέπει στους αστυνομικούς να ανιχνεύουν τα ίχνη όσων θεωρούν «υπόπτους», αφού θα μπορούν να ελέγχουν με ποιους, πότε και από πού επικοινώνησαν. Τα δεδομένα αυτά θα παραμένουν στο αρχείο των εταιρειών υποχρεωτικά για ελάχιστο διάστημα 6-12 μηνών και θα είναι άμεσα διαθέσιμα στις διωκτικές αρχές όλων των κρατών-μελών, για τη διερεύνηση υποθέσεων που αφορούν το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία.
Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η αποθήκευση των δεδομένων επικοινωνίας των πελατών μιας μεγάλης εταιρείας θα απαιτούσε έναν ψηφιακό όγκο 20-40.000 terabytes, που ισοδυναμεί με 4 εκατομμύρια χιλιόμετρα φακέλων ή με 10 πάκους φακέλων στοιβαγμένων από τη Γη έως το φεγγάρι!
Η αρχή θα γίνει με τη σταθερή και την κινητή τηλεφωνία και θα ακολουθήσουν σταδιακά (για λόγους κόστους κυρίως) οι επικοινωνίες μας στο Διαδίκτυο. Και όμως η αρμόδια ευρωπαϊκή αρχή προστασίας δεδομένων έχει εκφράσει από το 2004 την αντίθεσή της στην καθιέρωση ενός τόσο εκτεταμένου σε όγκο και χρονική διάρκεια αρχείου παρακολούθησης, γιατί καθιστά την επιτήρηση από εξαίρεση κανόνα.
Το Ευρωκοινοβούλιο
Πρόσφατα και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκρινε αναποτελεσματική την τήρηση αρχείου τηλεπικοινωνιακών δεδομένων αφού, όπως αναφέρεται στην έκθεσή του, όσοι εμπλέκονται στο οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία θα πάρουν τα μέτρα τους για να αποφύγουν τον εντοπισμό, είτε χρησιμοποιώντας «παρένθετα πρόσωπα» για να αγοράσουν κάρτες κινητής τηλεφωνίας είτε χρησιμοποιώντας δημόσια τηλέφωνα είτε αλλάζοντας συνεχώς διευθύνσεις και e-mail στο Ιντερνετ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από ένα χρόνο χρησιμοποιήθηκαν και στην Ελλάδα κινητά τηλέφωνα για την ενεργοποίηση εκρηκτικού μηχανισμού (Λάρισα), γεγονός που προβλημάτισε τις εισαγγελικές αρχές για το εάν πρέπει να απαγορευθεί η ανώνυμη αγορά καρτοκινητών τηλεφώνων. Αυτή η προοπτική όμως συναντά την αντίθεση των εταιρειών τηλεφωνίας. Οι ίδιες εταιρείες αντιδρούν στην άμεση δημιουργία ενός τόσο μεγάλου αρχείου και για έναν πρόσθετο λόγο: το πολύ μεγάλο κόστος εγκατάστασης και συντήρησης του αρχείου.
Μόνο το αρχείο τηλεπικοινωνιακών δεδομένων θα απαιτήσει επενδύσεις 180 εκατ. ευρώ ετησίως για κάθε εταιρεία, ενώ το ετήσιο λειτουργικό κόστος θα φτάνει τα 50 εκατ. ευρώ. Τα ποσά αυτά θεωρούνται απαγορευτικά για μικρομεσαίες επιχειρήσεις παροχών τηλεφωνίας, οι οποίες αναμένεται να αντιμετωπίσουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Τεράστιο είναι άλλωστε το οικονομικό κόστος τόσο για την έκδοση των βιομετρικών διαβατηρίων σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. όσο και για την καταγραφή των βιομετρικών δεδομένων των περίπου 20.000.000 μεταναστών που έρχονται ετησίως στην Ευρώπη. Μόνο η εγκατάσταση του συστήματος (VIS) για τις βιομετρικές άδειες εισόδου των μεταναστών (το οποίο θα ενσωματωθεί στο αναβαθμισμένο σύστημα Σένγκεν SIS ΙΙ) θα κοστίσει 158 εκατ. ευρώ, με ετήσια λειτουργικά έξοδα της τάξης των 42 εκατ. ευρώ.
Ενα δισ. ευρώ!
Το συνολικό κόστος λειτουργίας όλων των νέων συστημάτων παρακολούθησης και καταγραφής στοιχείων (π.χ. βιομετρικά διαβατήρια, άδειες εισόδου για μετανάστες, αρχεία επικοινωνιών κ.ά.) εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει κατά πολύ το 1 δισ. ευρώ!
Η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί τις εξελίξεις αμήχανη, αλλά δείχνει πρόθυμη ταυτόχρονα να συμμετάσχει ενεργά στο πανευρωπαϊκό ηλεκτρονικό φακέλωμα. Ετσι προωθεί με εντατικούς ρυθμούς την έκδοση από τις αστυνομικές αρχές, μέσα στο 2006, των βιομετρικών διαβατηρίων (με ψηφιακή φωτογραφία και δακτυλικά αποτυπώματα), ενώ επιχειρεί να διαιωνίσει το καθεστώς ασυδοσίας που επικρατεί στη λειτουργία των καμερών στους αθηναϊκούς δρόμους.
Οσον αφορά, τέλος, την τήρηση αρχείου τηλεπικοινωνιών, ο υπουργός Δικαιοσύνης Αν. Παπαληγούρας συμφώνησε με τη λειτουργία του, ζήτησε όμως να παραμείνει η αρχή της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων σχετικά με το θέμα αυτό.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 07/06/2005
http://www.enet.gr/online/online_text?c=112&id=70682696