Σαν ταλέντο, ο Στάκχαουζ, σαν καριέρα είτε ο ίδιος είτε ο Σπρίουελ. Ο πρώτος που θα αποκλείσω απ'τη συζήτηση είναι ο Χιούστον, ο οποίος νομίζω ότι εξελίχθηκε σε ό,τι περίπου αναμενόταν: Μια light έκδοση του Ρέτζι Μίλερ, που στην καλή του μέρα ήταν εξίσου φονικός, αλλά χωρίς το ίδιο φονικό ένστικτο. Ικανός σκόρερ και σούπερ σουτέρ, μηδέν οξέα/λιπαρά στους υπόλοιπους τομείς. Α, επίσης, είναι ίσως ο χειρότερος dunker που πήρε ποτέ μέρος σε διαγωνισμό καρφωμάτων.
Ο Λατρέλ δεν υπήρξε εξίσου αποτελεσματικός σκόρερ, γιατί το σουτ του πάντα υπήρξε λίγο ύποπτο και στο παιχνίδι του (όπως και γενικότερα) ήταν λίγο άναρχος. Αλλά έκανε περισσότερα πράγματα στο παρκέ: Πάσαρε καλύτερα, έπαιρνε κανένα ριμπάουντ, έπαιζε καλύτερη άμυνα. Ο Σπρίουελ ανήκε στη γενιά των μεγάλων ταλέντων των early/mid-90's που διαφημίστηκαν τα χρόνια εκείνα και δοκίμασαν (με γενική αποτυχία) να διαδεχτούν τους αστέρες των 90'ς, Αναφέρομαι στους Κόλεμαν, Λάρι Τζόνσον, Κεμπ, Ζο, Γκλεν Ρόμπινσον, Ράιντερ, Χιλ, Γουέμπερ, Πένι Χάρνταγουεϊ. Όχι ότι ήταν μέτριοι παίκτες, αλλά ο μόνος που έδειξε αξιοπρεπή διάρκεια στην απόδοσή του ήταν ο Γουέμπερ, ο οποίος με τη σειρά του είχε επίσης χτυπητά μειονεκτήματα. Βεβαίως, εξαίρεση αποτέλεσε ο Σακ.
Ο Στάκχαουζ, για όσους δεν το θυμούνται, υπήρξε από τους πρώτους παίκτες που ονομάστηκαν "νέοι Τζόρνταν". Προηγήθηκε βέβαια ο Μάινερ, που πέρασε και δεν ακούμπησε, ενώ σχεδόν σύγχρονος του Τζέρι υπήρξε και ο Φελίπε Λόπεθ, που ούτε καν πέρασε. Από αυτούς, ο "Στακ" σαφώς υπερείχε (είχε και το πλεονέκτημα της κολλεγιακής θητείας στο UNC) και στις 2 πρώτες σεζόν του έδειξε καλά σημάδια. Μετά, ακολούθησε μια πτώση (απογοητεύτηκε και με τις πολλές ήττες), στις αρχές των 00'ς μια έξαρση και μετά μια σταδιακή παρακμή. Ούτε ο Στάκχαουζ μπορώ να πω ότι δικαίωσε τις προσδοκίες στο πρόσωπό του, μιας και ούτε διάρκεια στην απόδοσή του επέδειξε ούτε μεγάλες ομαδικές διακρίσεις είχε. Σα σκόρερ, ανήκε στην ίδια κατηγορία με το Σπρίουελ (μεγάλος σκόρερ, αλλά με μέτρια αποτελεσματικότητα), όπως και στους υπόλοιπους τομείς, όπου υπερείχε του Χιούστον, χωρίς να βγάζει μάτια.