Η διοργάνωση του Ευρωμπάσκετ είναι μία ιστορία που ξεκινάει 80 ολόκληρα χρόνια πριν. Πρόκειται για την αρχαιότερη διεθνή διοργάνωση του αθλήματος, καθώς το πρώτο Ευρωμπάσκετ έλαβε χώρα το 1935 και λειτούργησε ως test event για το πρώτο ολυμπιακό τουρνουά στο Βερολίνο το 1936. Όπως είναι φυσικό, το άθλημα τότε βρισκόταν ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση, με ελάχιστα κοινά σημεία με αυτό που ξέρουμε και απολαμβάνουμε σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις πρώτες προπολεμικές διοργανώσεις τα ματς σπάνια πήγαιναν πάνω από τους 30-40 πόντους, τόσο βέβαια λόγω της κακής τεχνικής κατάρτισης των παιχτών, όσο και εξαιτίας της απουσίας κανονισμού που όριζε την μέγιστη διάρκεια μιας επίθεσης. Έτσι η ομάδα που θα προηγούταν στο σκορ μπορούσε κάλλιστα να κάνει «καθυστερήσεις» για όλη τη διάρκεια του ματς! Σε αυτές τις 3 διοργανώσεις κυριάρχησαν οι χώρες της Βαλτικής (Λετονία το 1935, Λιθουανία το 1937 και 1939), ξεκινώντας έτσι την βαθιά παράδοση του αθλήματος εκεί. Με την υποσημείωση βέβαια ότι ο MVP της διοργάνωσης του 1937 Pranas Lubinas είχε κατακτήσει έναν χρόνο πριν το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο με την φανέλα των ΗΠΑ ως Frank Lubin! Αποτέλεσε έτσι τον πρώτο «νατουραλιζέ» στην ιστορία των Ευρωμπάσκετ, ενώ και αρκετοί ακόμα από τους Λιθουανούς ήταν γεννημένοι και μεγαλωμένοι στις ΗΠΑ.
Στη συνέχεια ως γνωστόν ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ανθρωπότητα είχε πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθεί. Το Ευρωμπάσκετ θα επανέλθει το 1946 και (ελλείψει της Σοβιετικής Ένωσης που είχε στο μεταξύ προσαρτήσει τις βαλτικές χώρες) θα βρει νικήτρια την Τσεχοσλοβακία, ενώ έναν χρόνο μετά η Σοβιετική Ένωση θα πάρει μέρος και θα κατακτήσει εύκολα τον πρώτο από τους πολλούς τίτλους της ιστορίας της. Στη συνέχεια, το 1949, θα έχουμε το πιο παράξενο Ευρωμπάσκετ όλων των εποχών. Κατ’ αρχάς λαμβάνει χώρα στην Αίγυπτο(!), με μόλις 7 ομάδες να συμμετέχουν, οι 3 εκ των οποίων μάλιστα δεν ανήκουν γεωγραφικά στην Ευρώπη. Οι απουσίες χωρών όπως η ΕΣΣΔ και η Τσεχοσλοβακία οφείλονται στο μακρινό για την εποχή και τις οικονομικές συγκυρίες ταξίδι. Κάτω από αυτές τις περίεργες συνθήκες η διοργανώτρια Αίγυπτος θα κατακτήσει τον τίτλο, ενώ η Ελλάδα, στην παρθενική της συμμετοχή σε ένα Ευρωμπάσκετ θα κατακτήσει την 3η θέση και το χάλκινο μετάλλιο.
Από τις πρώτες διοργανώσεις
Τις δεκαετίες του 1950 και 1960 κυριαρχεί η Σοβιετική Ένωση, κατακτώντας 10 από τις 11 διοργανώσεις! Η αρχή γίνεται στο Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας το 1951, με τους Σοβιετικούς να κερδίζουν στον τελικό την Τσεχοσλοβακία με 45-44 με μία αμφισβητούμενη βολή του σταρ της ομάδας Λιθουανού Stepas Butautas (πατέρα του μετέπειτα προπονητή της εθνικής Λιθουανίας) στο τελευταίο δευτερόλεπτο και με την απονομή να γίνεται εν μέσω αποδοκιμασιών από το γαλλικό κοινό. Δύο χρόνια αργότερα το Ευρωμπάσκετ θα διοργανωθεί στη Μόσχα και έτσι το χρυσό θα έρθει πάρα πολύ εύκολα για τους Σοβιετικούς, που θα κερδίσουν όλα τα ματς, τα περισσότερα μάλιστα με μεγάλες διαφορές.
Το 1955 όμως, στο Ευρωμπάσκετ της Ουγγαρίας θα έχουμε την πρώτη μεγάλη έκπληξη στην ιστορία. Οι γηπεδούχοι, εκμεταλλευόμενοι την έδρα τους θα κατακτήσουν τον τίτλο, σε ένα Ευρωμπάσκετ που δεν είχε παιχνίδια νοκ άουτ αλλά μία τελική φάση με 8 ομάδες. Σε αυτό το γκρουπ λοιπόν οι Ούγγροι θα τερματίσουν πρώτοι με ρεκόρ 6-1 κερδίζοντας στο κρισιμότερο ματς τους Σοβιετικούς, σε μία εποχή που οι σχέσεις των 2 χωρών ήταν αρκετά τεταμένες σε πολιτικό επίπεδο. Δύο χρόνια αργότερα πάντως, το 1957, η Σοβιετική Ένωση θα επιστρέψει στην κορυφή κερδίζοντας τη διοργανώτρια Βουλγαρία στην τελευταία αγωνιστική του ομίλου της τελικής φάσης, σε ένα ματς που θα σπάσει κάθε ρεκόρ προσέλευσης με 48000(!) θεατές (οι αγώνες φυσικά γινόντουσαν ακόμα σε διαμορφωμένα ανοιχτά στάδια).
Το 1959 στο Ευρωμπάσκετ της Κωνσταντινούπολης οι Σοβιετικοί θα εμφανιστούν πραγματικά πανίσχυροι, με μία ομάδα βασισμένη κυρίως στην 3 φορές πρωταθλήτρια Ευρώπης ASK Riga (1958, 1959, 1960) και με προεξάρχοντα τον ύψους 2.20 θηριώδη Λετονό σέντερ Janis Krumins, σε μία εποχή που σπάνια κάποιος παίχτης ξεπερνούσε τα 2 μέτρα. Έτσι, οι Σοβιετικοί θα κατακτήσουν αήττητοι έναν από τους πιο εύκολους τίτλους της ιστορίας, με MVP της διοργάνωσης τον επίσης δίμετρο Viktor Zubkov. Δύο χρόνια μετά, το 1961, η διοργάνωση μεταφέρεται στο Βελιγράδι και αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για την ιστορία του θεσμού. Πρόκειται για την πρώτη διοργάνωση που θα χρησιμοποιηθεί εξ ολοκλήρου κλειστό γήπεδο, καθώς και για την τελευταία όπου η συμμετοχή των ομάδων θα είναι «ελεύθερη», χωρίς προκριματικά δηλαδή. Σε αυτήν την διοργάνωση επίσης, θα δούμε για πρώτη φορά μία ισχυρή ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, η οποία και θα αποτελέσει για δεκαετίες το αντίπαλο δέος της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Γιουγκοσλάβοι, λοιπόν, παίζοντας εντός έδρας θα κατακτήσουν το πρώτο τους μετάλλιο (ασημένιο), με ηγέτη τον πρώτο σκόρερ της διοργάνωσης Radivoj Korac και προπονητή τον αποκαλούμενο «πατέρα του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ» Aca Nikolic. Στον τελικό πάντως δεν θα τα καταφέρουν απέναντι στους αήττητους και πάλι Σοβιετικούς (με τον θρυλικό Alexander Gomelsky πλέον προπονητή) και θα ηττηθούν με 53-60, με τον Zubkov να κερδίζει το δεύτερο συνεχόμενο βραβείο MVP.
Ο θηριώδης Janis Krumins
Το Ευρωμπάσκετ της Πολωνίας το 1963 θα σημάνει μία νέα εποχή για την διοργάνωση, καθώς για πρώτη φορά καθιερώνονται τα προκριματικά πριν την τελική φάση. Στα καθαρά αγωνιστικά πάντως δεν αλλάζει τίποτα, αφού οι Σοβιετικοί θα κατακτήσουν άλλον έναν τίτλο αήττητοι, επικρατώντας στον τελικό της διοργανώτριας Πολωνίας με 61-45. Χαρακτηριστικό τους ότι δεν ξεχωρίζει κάποιος παίχτης στο σκοράρισμα, με έναν τρόπο παιχνιδιού που για την εποχή μπορούσε να επονομαστεί και «ολοκληρωτικό μπάσκετ». Τρίτοι οι Γιουγκοσλάβοι που έπεσαν θύμα έκπληξης στον ημιτελικό από τους διοργανωτές, με τον Korac πάντως να κατακτά και πάλι τον τίτλο του πρώτου σκόρερ, όπως και δύο χρόνια αργότερα, το 1965, όπου το Ευρωμπάσκετ θα διοργανωθεί στην ίδια την Σοβιετική Ένωση, για πρώτη φορά μάλιστα σε δύο πόλεις (Μόσχα και Τιφλίδα). Σοβιετικοί και Γιουγκοσλάβοι κυριαρχούν και θα φτάσουν όπως ήταν αναμενόμενο στον τελικό αήττητοι. Εκεί ο Gomelsky θα επιστρατεύσει μία σύνθετη άμυνα απέναντι στον Korac η οποία θα τον κρατήσει μόλις στους 9 πόντους. Τελικό σκορ 58-49 για τους Σοβιετικούς, οι οποίοι θα κατακτήσουν με αυτόν τον τρόπο τον πέμπτο συνεχόμενο αήττητο τίτλο τους. Να σημειωθεί τέλος και η πολύ καλή παρουσία της Ελλάδας στο τουρνουά, η οποία κατέλαβε την 8η θέση, με προπονητή τον Φαίδωνα Ματθαίου και καλύτερους παίχτες τους Αμερικάνο, Τρόντζο, Κολοκυθά.
Η "αλεπού των πάγκων" Alexander Gomelsky
1967, Φινλανδία. Οι Σοβιετικοί για μία ακόμη φορά δεν έχουν αντίπαλο. Με 12 παίχτες πρώτης γραμμής στην αποστολή (μεταξύ των οποίων πλέον και ο μεγάλος Sergei Belov) οι οποίοι έπαιρναν όλοι χρόνο συμμετοχής (πρωτόγνωρο για την εποχή) και τον Gomelsky στον πάγκο, θα επιδοθούν στη χρήση του ζον-πρες, κάτι που θα τους οδηγήσει πολύ εύκολα στον έκτο σερί τίτλο, και πάλι αήττητοι. Οι Γιουγκοσλάβοι αυτή τη φορά θα απογοητεύσουν, τερματίζοντας 9οι(!), ενώ το αργυρό μετάλλιο θα καταλήξει στους Τσεχοσλοβάκους, με αστέρια τον (MVP του τουρνουά) Jiri Zednicek και τον Jiri Zidek. Το σκορ του τελικού για την ιστορία ήταν 89-77. Η Ελλάδα θα τερματίσει 12η, ο Γιώργος Κολοκυθάς όμως θα αναδειχθεί πρώτος σκόρερ του τουρνουά. Τέλος, να αναφερθεί ότι αυτό ήταν το πρώτο τουρνουά στο οποίο υπήρχε και (υποτυπώδης έστω) τηλεοπτική κάλυψη, επιβεβαιώνοντας έτσι το ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον του κόσμου για το άθλημα.
To 1969 η διοργάνωση κατεβαίνει μετά από αρκετά χρόνια στον νότο και την Ιταλία. Είναι η χρονιά που οι Γιουγκοσλάβοι (λίγους μόλις μήνες μετά τον άδοξο θάνατο του Korac σε τροχαίο) θα εμφανίσουν για πρώτη φορά τον Kresimir Cosic, έναν σέντερ ύψους 2.10 που όμως μπορούσε να παίξει με ευκολία και έξω από το καλάθι και ο οποίος θα γινόταν το σημείο αναφοράς τους για την επόμενη δεκαετία. Με αυτόν μπροστάρη λοιπόν, οι Γιουγκοσλάβοι θα νικήσουν στην φάση των ομίλων τους Σοβιετικούς, σταματώντας το σερί τους στις 59(!!!) συνεχόμενες νίκες σε τελική φάση Ευρωμπάσκετ. Στον τελικό όμως, οι Σοβιετικοί θα εμφανιστούν πιο διαβασμένοι, ο Cosic θα είναι άστοχος σε αντίθεση με τους Paulauskas, Andreev και το τελικό σκορ 81-72 θα βρει τους Σοβιετικούς πρωταθλητές για 7η συνεχόμενη φορά. Το χάλκινο μετάλλιο κατέληξε στην Τσεχοσλοβακία, η οποία διήνυε την καλύτερη περίοδο της ιστορίας της. MVP της διοργάνωσης αναδείχθηκε ο Sergei Belov, ενώ πρώτος σκόρερ ξανά ο Γιώργος Κολοκυθάς, με την ελληνική ομάδα να καταλαμβάνει την 10η θέση.
Το 1971 το Ευρωμπάσκετ διοργανώνεται στην (Δυτική) Γερμανία και η κόντρα Σοβιετικών-Γιουγκοσλάβων είναι στο αποκορύφωμά της, καθώς έναν χρόνο νωρίτερα οι Γιουγκοσλάβοι έχουν κατακτήσει το Μουντομπάσκετ, τον πρώτο μεγάλο τίτλο της ιστορίας τους. Ο Cosic παραμένει το σημείο αναφοράς της ομάδας, στα 23 του πλέον χρόνια, εξαιρετικά ώριμη ηλικία για την εποχή. Αντίστοιχα στους Σοβιετικούς δεσπόζει φυσικά ο Sergei Belov, πλαισιωμένος ως συνήθως από ένα πολύ δυνατό και συμπαγές σύνολο στο οποίο ξεχωρίζουν ο (αδερφός του) Alexander, ο Paulauskas, o Zharmukhamedov κλπ. Χαρακτηριστικό όμως των Σοβιετικών αυτή τη φορά είναι ότι από τον πάγκο τους απουσιάζει ο Gomelsky, ο οποίος έχει αντικατασταθεί από τον Vladimir Kondrashin, σε μία απόφαση ίσως όχι καθαρά αθλητική. Το τουρνουά όπως ήταν αναμενόμενο καταλήγει σε περίπατο για τις δύο υπερδυνάμεις. Χαρακτηριστικά τα αποτελέσματα των δύο ημιτελικών: Γιουγκοσλαβία-Πολωνία 100-75 και Σοβιετική Ένωση-Ιταλία (που τελικά θα κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο, με την παρουσία του Dino Meneghin να δεσπόζει πλέον) 93-66. Ο μεγάλος τελικός εξελίσσεται σε μία πραγματική μάχη. Στο τέλος οι Σοβιετικοί αποδεικνύονται πολύ σκληροί για να παραδώσουν τα σκήπτρα τους και επικρατούν με 69-64, καταφέρνοντας να κρατήσουν για δεύτερο σερί τελικό στα ρηχά τον Cosic (12 π). Παρόλα αυτά ο τελευταίος θα επιλεγεί ως MVP της διοργάνωσης, ενώ πρώτος σκόρερ αναδείχθηκε ο Πολωνός φόργουορντ Jurkiewicz.
Το Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας το 1973 αποτελεί διοργάνωση-σταθμό, κάτι απολύτως λογικό αφού για πρώτη φορά μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες οι Σοβιετικοί δεν θα ανέβουν στο πρώτο σκαλί του βάθρου (και ενώ ένα χρόνο νωρίτερα στους Ολυμπιακούς του Μονάχου έχουν επικρατήσει των ΗΠΑ σε έναν αλησμόνητο τελικό). Η μεγάλη έκπληξη όμως ήταν το γεγονός ότι η εκθρόνιση δεν συνέβη στον πολυαναμενόμενο μεγάλο τελικό με τους Γιουγκοσλάβους, αλλά στον ημιτελικό από τους διοργανωτές Ισπανούς! Η ισπανική ομάδα, καθοδηγούμενη από τον Antonio Diaz-Miguel (προπονητή της εθνικής από το 1965 εώς το 1992!!), είχε την τύχη να διαθέτει στο ρόστερ της δύο αστέρια γεννημένα στις ΗΠΑ, οι οποίοι είχαν πολιτογραφηθεί Ισπανοί για τα μάτια της Ρεάλ Μαδρίτης, χάρη στις ενέργειες του προέδρου της Raimundo Saporta. Επρόκειτο για τους Wayne Brabender (ο οποίος αναδείχθηκε και MVP της διοργάνωσης) και Clifford Luyk, οι οποίοι μαζί με τα εγχώρια ταλέντα (Ramos, Buscato, Santillana) θα οδηγήσουν τους Ισπανούς στη νίκη με 80-76, περιορίζοντας έτσι τους Σοβιετικούς στην 3η τελικά θέση. Στον τελικό πάντως δεν μπορούν να επαναλάβουν το θαύμα, οι Γιουγκοσλάβοι παρουσιάζονται διαβασμένοι, διαθέτοντας πλέον στην ομάδα εκτός του Cosic και τους Zoran Slavnic και Drazen Dalipagic, οι οποίοι θα γράψουν και αυτοί την δικιά τους ιστορία στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Σκορ του τελικού 78-67 και οι Γιουγκοσλάβοι κατακτούν τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο της ιστορίας τους, με αρκετούς να ακολουθούν…
Το 1975 οι Γιουγκοσλάβοι φαντάζουν πλέον ως το ακλόνητο φαβορί. Πρώτον, η διοργάνωση γίνεται στο σπίτι τους. Δεύτερον, επιστρέφει για μία και μόνο διοργάνωση το σύστημα διεξαγωγής χωρίς πλέι-οφ, αλλά με όμιλο στην τελική φάση, κάτι που δεν ευνοεί τις εκπλήξεις. Τρίτον και κυριότερο, έχουν πλέον δημιουργήσει την πολύ μεγάλη πεντάδα τους: Slavnic-Delibasic-Kicanovic-Dalipagic-Cosic (με προπονητή τον Mirko Novosel), την κορυφαία που εμφανίστηκε στα ευρωπαϊκά γήπεδα μέχρι την εμφάνιση της διαστημικής ομάδας της περιόδου 1989-1991. Όπως είναι φυσικό λοιπόν, οι Γιουγκοσλάβοι θα φτάσουν σχετικά εύκολα στον τίτλο αήττητοι, επικρατώντας στον αποφασιστικό τελευταίο αγώνα των Σοβιετικών (οι οποίοι κατετάγησαν τελικά δεύτεροι) με 90-84, παρά τους 29 πόντους του Belov. Το χάλκινο μετάλλιο κατέληξε στην Ιταλία, αφήνοντας εκτός βάθρου τους Ισπανούς. Το βραβείο του MVP κατέκτησε για δεύτερη φορά στην καριέρα του ο Kresimir Cosic, ενώ στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης τον ακολούθησαν οι Belov, Dalipagic, Brabender και ο Βούλγαρος Golomeev, ο οποίος για δεύτερη συνεχόμενη διοργάνωση αναδείχθηκε και πρώτος σκόρερ του τουρνουά. Τέλος, να αναφέρουμε ότι η ελληνική ομάδα τερμάτισε στην 12η και τελευταία θέση, σε μία παρουσία που σημαδεύτηκε από την κόντρα μεταξύ παιχτών και ομοσπονδίας.
To 1977 η διοργάνωση ταξιδεύει στο Βέλγιο, και στους ομίλους της πρώτης φάσης τα δύο μεγάλα φαβορί πέφτουν θύματα εκπλήξεων, με τους Σοβιετικούς να χάνουν από τους Τσεχοσλοβάκους και τους Γιουγκοσλάβους από τους Ιταλούς. Οι 4 τους φτάνουν στα ημιτελικά, όπου όμως τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Γιουγκοσλαβία-Ιταλία 88-69, Σοβιετική Ένωση-Τσεχοσλοβακία 91-76 και για άλλη μια φορά το γνωστό ζευγάρι του τελικού είναι γεγονός. Στους πάγκους των δύο ομάδων έχουν επιστρέψει οι «πατέρες» των αντίστοιχων σχολών, Nikolic και Gomelsky αντίστοιχα. Οι Σοβιετικοί έχουν μία πολύ αξιόλογη ομάδα, με τον Belov να καθοδηγεί και έναν νέο πολύ σπουδαίο σέντερ να κάνει την εμφάνισή του, τον θηριώδη 20χρονο Vladimir Tkachenko. Οι Γιουγκοσλάβοι όμως αποδεικνύονται και πάλι ανώτεροι, η ομάδα των Slavnic-Kicanovic-Dalipagic-Cosic-Jerkov-Delibasic-Radovanovic είναι ίσως ό,τι καλύτερο είχε επιδείξει το ευρωπαϊκό μπάσκετ στην μέχρι τότε ιστορία του. Τελικό σκορ 74-61 και 3ος σερί τίτλος για τους «Πλάβι», με τον Drazen Dalipagic να αναδεικνύεται MVP του τουρνουά.
Δύο χρόνια μετά (1979), το Ευρωμπάσκετ διεξάγεται στην Ιταλία και αναμένεται ως το σπουδαιότερο ως τότε. Οι Γιουγκοσλάβοι παρουσιάζονται και πάλι ως το μεγάλο φαβορί, πράγμα λογικό αφού μετά από τρία σερί Ευρωμπάσκετ, έχουν κατακτήσει και το Παγκόσμιο έναν χρόνο νωρίτερα. Τα αστέρια τους είναι όλα παρόντα, όμως στον πάγκο έχει αποχωρήσει ο Nikolic και έχει αναλάβει την καθοδήγηση ο πρώην βοηθός του, ο μόλις 35χρονος τότε Petar Skansi. Οι Σοβιετικοί από την άλλη έχουν πλέον πλαισιώσει τους Belov, Myshkin, Tkachenko και με άλλους παίχτες της νέας γενιάς, όπως τους Chomicius, Belostenny, Tarakanov. Πολύ δυνατές όμως παρουσιάζονται και οι ομάδες της Δύσης, όπως η διοργανώτρια Ιταλία του Meneghin, αλλά και η Ισπανία, με τον 20χρονο San Epifanio να είναι ήδη το πρώτο βιολί στην επίθεση. Το σύστημα διεξαγωγής είναι αρκετά μπερδεμένο, με δύο φάσεις ομίλων και τις δύο πρώτες ομάδες να καταλήγουν στον μεγάλο τελικό. Στην 1η φάση λοιπόν οι Ισπανοί θα κερδίσουν τους Σοβιετικούς, η μεγάλη έκπληξη όμως θα έρθει από το Ισραήλ που θα κερδίσει τους Γιουγκοσλάβους με 77-76, σε ένα παιχνίδι που θα αποδειχθεί καθοριστικό για την συνέχεια, αφού τα αποτελέσματα μεταφέρονται. Στην 2η φάση οι Γιουγκοσλάβοι θα χάσουν και από τους Σοβιετικούς που βρίσκουν τον εαυτό τους, οι Ισπανοί μένουν πίσω, το Ισραήλ όμως πετυχαίνει την μία νίκη μετά την άλλη και ολοκληρώνει τελικά την μεγάλη έκπληξη, ισοβαθμώντας με τους Γιουγκοσλάβους και αφήνοντάς τους εκτός του μεγάλου τελικού, χάρη στο ματς της 1ης φάσης. Ηγέτης της ομάδας ο παίχτης-σύμβολο του ισραηλινού μπάσκετ, ο Miki Berkovich (που είχε οδηγήσει και την Μακάμπι στον πρώτο της ευρωπαϊκό τίτλο 2 χρόνια νωρίτερα), ενώ βέβαια σημαντική συμβολή είχαν και οι αμερικανοθρεμμένοι Lou Silver και Steve Kaplan. Στον μεγάλο τελικό πάντως οι Σοβιετικοί παρουσιάζονται πολύ ανώτεροι και φτάνουν στην εύκολη νίκη με 98-76. MVP της διοργάνωσης ψηφίζεται ο Berkovich, την καλύτερη πεντάδα συμπληρώνουν οι Belov, Tkachenko, Cosic, Kicanovic, ενώ πρώτος σκόρερ αναδεικνύεται ο Πολωνός Mlynarski, ο οποίος θα επαναλάβει το κατόρθωμά του και στην επόμενη διοργάνωση.
Το 1981, λοιπόν, το Ευρωμπάσκετ διοργανώνεται στην Τσεχοσλοβακία και αυτή τη φορά οι δύο υπερδυνάμεις δεν δέχονται εκπλήξεις. Είναι όμως αρκετά σαφές ότι μεταξύ των δύο, η Σοβιετική Ένωση είναι έτοιμη να ξαναπάρει τα πρωτεία. Με τον Gomelsky σταθερά στον πάγκο, τον Tkachenko φόβητρο μέσα στη ρακέτα και μία νέα γενιά παιχτών προερχόμενων κυρίως από τη Βαλτική (Valters, Jovaisa) να κάνουν την εμφάνισή τους παρουσιάζονται πιο φρέσκοι από τους Γιουγκοσλάβους οι οποίοι εμφανίζονται κάπως κουρασμένοι και γερασμένοι, ενώ έχουν στον πάγκο για δεύτερη συνεχόμενη διοργάνωση έναν άπειρο προπονητή, τον νεαρό (τότε) Bogdan Tanjevic. Αυτά τα στοιχεία ήταν εμφανή στον τελικό, με τους Σοβιετικούς να επικρατούν με 84-67 με 29 πόντους του Myshkin. Χαρακτηριστικό της κυριαρχίας των δύο αυτών ομάδων ήταν ότι η καλύτερη πεντάδα του τουρνουά απαρτίστηκε αποκλειστικά με παίχτες τους, τους Valters, Kicanovic (MVP του τουρνουά), Dalipagic, Myshkin, Tkachenko. Η ελληνική ομάδα κατέκτησε την 9η θέση, στην πρώτη εμφάνιση σε μεγάλο τουρνουά του Νίκου Γκάλη με την γαλανόλευκη.
Το Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας του 1983 ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη ότι το άθλημα έμπαινε πλέον σε μία νέα εποχή. Η πρόοδος στις λεγόμενες «δυτικές» ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Ιταλία κατά κύριο λόγο) ήταν ραγδαία, κάτι που βέβαια είχε φανεί και στους Ολυμπιακούς του 1980 με τους Ιταλούς να φτάνουν στον τελικό. Αντίθετα, οι Γιουγκοσλάβοι περνούσαν κάποια χρόνια (σχετικής) κάμψης, με τους μεγάλους παίχτες της δεκαετίας του ’70 να έχουν είτε αποχωρήσει είτε να είναι γερασμένοι, ενώ η πρώτη εμφάνιση του 19χρονου Drazen Petrovic δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον αποκλεισμό τους από Ιταλία-Ισπανία και την κατάκτηση τελικά της καθόλου τιμητικής 7ης θέσης, σε μία παρουσία που σημαδεύτηκε από τα εκτεταμένα επεισόδια στον αγώνα με τους Ιταλούς. Οι Ιταλοί λοιπόν ήταν η μία ομάδα του τελικού, επικρατώντας εύκολα στον πρώτο ημιτελικό της έκπληξης Ολλανδίας. Στον άλλον ημιτελικό βρέθηκαν αντιμέτωποι Σοβιετική Ένωση και Ισπανία. Οι Σοβιετικοί είχαν μία πολύ δυνατή ομάδα, βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά σε παίχτες από την Βαλτική και προεξάρχοντα φυσικά το «θαύμα της φύσης», τον 19χρονο ακόμα Arvydas Sabonis. Από την άλλη, οι Ισπανοί είχαν κατά γενική ομολογία την καλύτερη ομάδα της ιστορίας τους ως τότε, μία ομάδα που αρέσκετο στον πολύ γρήγορο ρυθμό, με προεξάρχοντες τους Corbalan και San Epifanio στην περιφέρεια, αλλά και τον νεάρο (και αδικοχαμένο αργότερα) Fernando Martin κάτω από το καλάθι. Εκμεταλλευόμενοι λοιπόν την αποβολή με 5 φάουλ του Sabonis στο 34’ οι Ισπανοί θα κερδίσουν με 95-94, και έτσι για πρώτη φορά δύο ομάδες της δυτικής Ευρώπης θα φτάσουν στον τελικό. Εκεί οι Ιταλοί θα μπορέσουν να ακολουθήσουν τον ρυθμό των Ισπανών και θα κατακτήσουν έναν ιστορικό τίτλο, με τελικό σκορ 105-96. Το ρόστερ τους, εκτός φυσικά του εμβληματικού Meneghin αποτελούταν από παίχτες όπως ο Pierluigi Marzorati και ο Antonello Riva στα γκαρντ, αλλά και οι Bonamico, Villalta κλπ στα φόργουορντ. MVP της διοργάνωσης αναδείχθηκε ο Corbalan, ενώ στην καλύτερη πεντάδα τον ακολούθησαν ο San Epifanio, o Sabonis, o Τσεχοσλοβάκος Kropilak, αλλά και ο Νίκος Γκάλης, που αναδείχθηκε και πρώτος σκόρερ του τουρνουά με 33(!) πόντους μέσο όρο, με την ελληνική ομάδα πάντως να μην καταφέρνει να διακριθεί (11η θέση).
Το 1985 το τουρνουά διοργανώνεται στη Δυτική Γερμανία και είναι το πρώτο το οποίο θα προσελκύσει και τα βλέματα της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, με πολλούς σκάουτερς του ΝΒΑ να δίνουν το παρών, καθώς σιγά σιγά θα αρχίσει η είσοδος των Ευρωπαίων στα ντραφτ αλλά και στα ρόστερ του μαγικού κόσμου του ΝΒΑ. Στα της διοργάνωσης, οι Γιουγκοσλάβοι παρουσιάζουν το πιο αδύναμο ρόστερ (πλην Drazen) της ιστορίας τους και μοιραία δεν καταφέρνουν να μπουν και πάλι στην τετράδα, αποκλειόμενοι αυτοί την φορά από τους Τσεχοσλοβάκους, οι οποίοι στην τελευταία αναλαμπή της ιστορίας τους θα κατορθώσουν να φτάσουν μέχρι τον μεγάλο τελικό, με καλύτερους παίχτες τους Kropilak και Brabenec. Ιταλοί και Ισπανοί συνεχίζουν την σταθερή τους πορεία βρισκόμενοι αντιμέτωποι στον μικρό τελικό, ο οποίος θα βρει νικητές τους Ιταλους, οι οποίοι μάλιστα στο συγκεκριμένο τουρνουά δεν είχαν τον Μενεγκίν στην σύνθεσή τους. Για το τέλος αφήσαμε τους καλύτερους, καθώς οι Σοβιετικοί παρουσίασαν την πιο θεαματική ομάδα της ιστορίας τους με μέσο όρο τους 108(!) πόντους (να σημειωθεί ότι την ίδια χρονιά είχε θεσπιστεί και το τρίποντο στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, καθώς και οι βολές «1 συν 1»). Σημείο αναφοράς φυσικά της ομάδας ήταν το «θαύμα της φύσης» Arvidas Sabonis, στα 21 του και πριν τον πρώτο τραυματισμό του στον αχίλλειο, ο οποίος θα συνέβαινε μόλις λίγους μήνες μετά. Με εξαίρεση, λοιπόν, μία ήττα στον πρώτο γύρο από τους Ισπανούς, οι Σοβιετικοί θα συντρίψουν κάθε αντίπαλο, με αποκορύφωμα την νίκη στον τελικό επί των Τσεχοσλοβάκων με 120-89. Ο Sabonis θα ψηφιστεί φυσικά MVP της διοργάνωσης, ενώ στην καλύτερη πεντάδα θα τον ακολουθήσουν ο Drazen (πρώτος σκόρερ του τουρνουά, απόντος του Γκάλη καθώς η ελληνική ομάδα δεν προκρίθηκε), ο Valters, o Fernando Martin και ο πρωτοεμφανιζόμενος Γερμανός Detlef Schrempf.