Πρόσφατα μου ήρθε στο μυαλό κάτι σχετικά με τον Ντέιβιντ Ρόμπινσον, το πώς ξεκίνησε την καριέρα του και πώς τελείωσε. Σκεφτόμουν ιδίως το πόσο ηχηρές στο κοινό υπήρξαν οι κατά καιρούς προσωπικές του ήττες από μεγάλους αντιπάλους. Με αποκορύφωμα, φυσικά, τους περίφημους τελικούς δύσης του 1995, με αντίπαλο τον Ολάζουον. Ίσως ο χειρότερος συνδυασμός ατομικής και ομαδικής ήττας που υπέστη ποτέ ένας MVP σε μια σειρά πλέι οφ. Ο προηγούμενος χειρότερος ήταν αυτός της ήττας του Τζούλιους Έρβινγκ από το Λάρι Μπερντ το 1981.
Τι συμβαίνει όμως όταν αναφερόμαστε σε μεμονωμένα παιχνίδια; Ο Ρόμπινσον δεν ήταν ο μοναδικός σταρ που ηττήθηκε κατά κράτος από ένα μεγάλο αντίπαλο. Μερικές συντριβές ήταν ακόμη μεγαλύτερες, αλλά δεν προκάλεσαν τόσο πάταγο επειδή συνέβησαν σε παιχνίδια της ρέγκιουλαρ σίζον. Εδώ θα θυμηθούμε μερικές από αυτές (μπορείτε να προτείνετε κι εσείς). Κριτήριο: Να είναι και οι δυο αντίπαλοι παίκτες σημαντικής αξίας τον καιρό που συνέβη ο αγώνας (οπότε, δε μετρούν ήττες, πχ, του Ολάζουον με τη φανέλα των Ράπτορς), να παίζουν στην ίδια θέση, ο ένας εκ των δύο να νικήσει σε μεγάλο βαθμό και στις δύο πλευρές του γηπέδου (να κάνει δηλαδή ο ίδιος μεγάλο επιθετικό παιχνίδι και παράλληλα ο αντίπαλός του να κάνει κακό) και ο ηττημένος να έχει παίξει ένα σχετικά σεβαστό χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 15΄, ας πούμε). Παρότι δίνεται μια ελαφρά εύνοια σε αγώνες πλέι οφ, το κριτήριο αυτό είναι δευτερεύον.
Και τώρα, σε αντίστροφη σειρά, από την «ελαφρότερη» συντριβή στη σοβαρότερη:
14. Χακίμ Ολάζουον-Πάτρικ Γιούιν, 4ος τελικός ΝΒΑ 1994
Ο Ολάζουον ήταν ο αδιαμφισβήτητος MVP μιας από τις σκληρότερες σειρές πλέι οφ στην ιστορία. Μεταξύ των κατορθωμάτων του, ήταν πρώτος σκόρερ και των 7 αγώνων της σειράς, περιορίζοντας παράλληλα επιθετικά και το Γιούιν. Η μεγαλύτερη προσωπική του νίκη επί του Τζαμαϊκανού σέντερ ήρθε στον 4ο αγώνα, όταν και σκόραρε 32 πόντους με 14/20 σουτ, μοιράζοντας 5 τάπες, λογικά μερικές εκ των οποίων πάνω στο Γιούιν, ο οποίος άλλωστε έμεινε στους 16 πόντους, με το τραγικό 8/28 σουτ (όπως βλέπετε, βοηθά και ο μεγάλος αριθμός των σουτ σε αυτή την υπόθεση) και σε μόνο 1 τάπα, πριν αποβληθεί με 6 φάουλ. Τα 15 ριμπάουντ του απλώς περιορίζουν το μέγεθος της προσωπικής ήττας.
Κι όμως, οι Νικς κατόρθωσαν να φύγουν νικητές σε αυτό το παιχνίδι.
13. Μάικλ Τζόρνταν-Τζέρι Στάκχαουζ, 1996
Ο Τζέρι Στάκχαουζ αναδείχτηκε ρούκι της χρονιάς το 1996 και ήταν αναμφίβολα ταλαντούχος, αλλά ακόμη δεν είχε μάθει καλά μερικά μυστικά του ΝΒΑ, όπως το ότι δεν προσπαθείς να υπερηφανευτείς πριν από έναν αγώνα εναντίον του Μάικλ Τζόρνταν το πόσο καλά έπαιξες εναντίον του σε κάποιο καλοκαιρινό φιλικό παιχνίδι, πριν καν την έναρξη της pre-season, πριν καν δώσεις κάποια δείγματα γραφής σε συνθήκες ΝΒΑ. Ο Τζέρι έκανε αυτό το λάθος και ο MJ τον τιμώρησε με μια αυτοκρατορική επιθετική έκρηξη: 48 πόντοι, με 18/28 σουτ, χωρίς καν να χρειαστεί να παίξει στο 4ο δωδεκάλεπτο. Ο Στάκχαουζ από την άλλη έμεινε στους 13, με 4/11 σουτ και είναι «τυχερός» που μένει τόσο χαμηλά στη λίστα, μιας και πληροί μάλλον οριακά τον όρο του παίκτη-σταρ.
12. Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ-Ρόμπερτ Πάρις, 6ος τελικός ΝΒΑ 1987
Ο Ρόμπερτ Πάρις υπήρξε μεγάλος παίκτης, αλλά είναι αλήθεια ότι με μερικούς αντιπάλους πολλές φορές τα έβρισκε σκούρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Τζαμπάρ, ο οποίος τον νίκησε στις περισσότερες μονομαχίες μεταξύ τους στους τελικούς ΝΒΑ του 1984, 1985 και 1987. Ίσως η τελευταία νίκη του Καρίμ, στον 6ο τελικό του ’87, να ήταν και η πιο εμφαντική: 32 πόντοι, με 13/18 σουτ, 6 ριμπάουντ και 4 τάπες σε μόλις 29΄ συμμετοχής, έναντι μόλις 12 πόντων και 5 ριμπάουντ του Πάρις, ο οποίος έπαιξε 27΄ πριν αποβληθεί με 6 φάουλ. Έξτρα μπόνους το ότι ο Καρίμ ήταν 40 ετών. Μόνο ελαφρυντικό για τον Πάρις, ότι δε μάρκαρε τον Καρίμ σε όλη τη διάρκεια του κρεσέντου του.
11. Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ-Χακίμ Ολάζουον, 1986
Το 1986 μπορεί να έμεινε τελικά στην ιστορία σαν η σεζόν όπου οι Ρόκετς απέκλεισαν τους Λέικερς από τους τελικούς του ΝΒΑ, αλλά μερικά άλλα πράγματα δεν είναι τόσο γνωστά. Όπως το ότι ο Τζαμπάρ συνήθως ανέβαζε ταχύτητες όταν αντιμετώπιζε τον Ολάζουον, ίσως για να αποδείξει ότι η μπογιά του περνούσε ακόμη κι αν αντιμετώπιζε το νέο μεγάλο σέντερ του ΝΒΑ. Το σκληρότερο μάθημα στο νεαρό σταρ των Ρόκετς, ο σχεδόν 39χρονος Καρίμ το έδωσε το Φλεβάρη του 1986. Σε εκείνο τον αγώνα, ο Τζαμπάρ ξεκίνησε με 9/9 σουτ και 20 πόντους στο πρώτο δωδεκάλεπτο: 2 περισσότερους από όσους έβαλε ο Ολάζουον σε όλο το παιχνίδι. Ο τελικός απολογισμός του Τζαμπάρ ήταν 46 πόντοι, ρεκόρ σεζόν εναντίον των Twin Towers (Ολάζουον-Σάμπσον), 11 περισσότεροι και από τους 2 μαζί.
10. Χακίμ Ολάζουον-Ντέιβιντ Ρόμπινσον, 5ος τελικός δύσης 1995
Το ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για το Ρόμπινσον και το Σ.Αντόνιο φάνηκε από την αρχή της σειράς. Αλλά αυτό που έγινε στο τέλος ήταν πολύ απλά κάτι το καταπληκτικό. Στον 5ο και 6ο αγώνα της σειράς, ο Ολάζουον έπαιξε το «Ναύαρχο» σαν ένας άντρας έναν έφηβο. Κι επειδή, για λόγους ποικιλίας, θέλησα να βάλω μόνο ένα παιχνίδι (θα μπορούσαν να χωρέσουν και τα δύο), το μόνο δίλημμα ήταν ποιο να επιλεγεί. Αποφασίστηκε τελικά να επιλεγεί το 5ο παιχνίδι, μιας και γινόταν στην έδρα του Ρόμπινσον, οι Ρόκετς καθάρισαν το παιχνίδι σε μια σειρά που ήταν ισόπαλη (2-2) και η διαφορά των ολ αράουντ αριθμών του Χακίμ σε σχέση με του Ντέιβιντ μοιάζει οριακά μεγαλύτερη σε αυτό. Για να μην πολυλογούμε, ο Ολάζουον τελείωσε τον αγώνα με 42 πόντους (19/30 σουτ), 9 ριμπάουντ, 8 ασίστ και 5 τάπες, έναντι 22 πόντων (7/15 σουτ), 12 ριμπάουντ, αλλά και 0 ασίστ και 7 λαθών του MVP της σεζόν Ρόμπινσον.
9. Άλεν Άιβερσον-Κόμπι Μπράιαντ, 1ος τελικός ΝΒΑ 2001
Οι Λέικερς ήταν το φαβορί. Αλλά ο Άιβερσον ήταν ο MVP και της σεζόν και του 1ου τελικού του 2001. Πραγματοποιώντας το κορυφαίο παιχνίδι της καριέρας του (σε συνδυασμό σημασίας και απόδοσης), ο ΑΙ σκοράρει 30 πόντους στο πρώτο ημίχρονο και βάζει τους Σίξερς μπροστά. Στο δεύτερο μειώνει ταχύτητα και το παιχνίδι πάει παράταση. Κι εκεί που οι περισσότεροι λένε «ως εδώ ήταν», ο σταρ των Σίξερς σκοράρει άλλους 7 πόντους μέσα σε ένα λεπτό και οι Σίξερς κάνουν το 0-1, δίνοντας προσωρινό και απροσδόκητο ενδιαφέρον στη σειρά. Τελικός απολογισμός, 48 πόντοι, 5 ριμπάουντ, 6 ασίστ, 5 κλεψίματα σε μια all-time classic εμφάνιση της ιστορίας των τελικών. Όσο για το νέο σούπερσταρ των Λέικερς Κόμπι Μπράιαντ, αυτός βρισκόταν κάπου αλλού σε εκείνο το παιχνίδι: 15 πόντοι με 7/22 σουτ, 6 λάθη και αναποτελεσματική άμυνα στο μεγάλο του αντίπαλο.
8. Μάικλ Τζόρνταν-Κλάιντ Ντρέξλερ, 1ος τελικός ΝΒΑ 1992
Μπορεί ο Τζόρνταν να είχε κατακτήσει το MVP της σεζόν, αλλά σύμφωνα με κάποιους, ο Ντρέξλερ ήταν σε θέση να δώσει σκληρή μάχη μαζί του στους τελικούς για το ποιος ήταν όντως ο καλύτερος. Αυτό που είδαμε πάντως στον 1ο τελικό των 2 ομάδων ήταν μια ολοκληρωτική υπεροχή του MJ, ο οποίος και έγραψε ιστορία στο πρώτο ημίχρονο, σκοράροντας 35 πόντους (νέο ρεκόρ τελικών) με 6 συνεχόμενα εύστοχα τρίποντα, παρά το ότι έκατσε και 5 λεπτά στον πάγκο. Στο δεύτερο ημίχρονο έγινε περισσότερο δημιουργός, παραχωρόντας το σκοράρισμα κυρίως στον Πίπεν, με τον τελικό του απολογισμό να γράφει 39 πόντους (16/27 σουτ) και 11 ασίστ σε μόλις 34΄. Ο Ντρέξλερ έμεινε στους 16 πόντους (5/14 σουτ) στα 31΄ που αγωνίστηκε και το Σικάγο πήρε την άνετη νίκη, 122-89.
7. Χακίμ Ολάζουον- Ρόμπερτ Πάρις, 5ος τελικός ΝΒΑ 1986
Για 3η φορά στη λίστα ο Χακίμ σαν θύτης, αυτή τη φορά με θύμα τον (για 2η φορά εμφανιζόμενο στο ρόλο αυτό) Πάρις. Για να είμαστε δίκαιοι, ο σέντερ των Σέλτικς έπαιξε σε ορισμένα παιχνίδια αποτελεσματική άμυνα στο αστέρι του Χιούστον, αλλά ο 5ος τελικός υπήρξε μια μικρή αποθέωση για τον Ολάζουον: 32 πόντοι, 14 ριμπάουντ, 8 τάπες (ισοφάριση του επίσημου ρεκόρ τελικών). Ο Πάρις όχι μόνο δεν κατόρθωσε να τον σταματήσει, αλλά έμεινε σε μόλις 4 πόντους, με 1/8 σουτ και 3 ριμπάουντ. Μοναδικό ελαφρυντικό, ότι από ένα σημείο και πέρα…προτιμήθηκε να παίξει ο Μπιλ Γουόλτον, έτσι ο Πάρις δεν υπέφερε κατά τη διάρκεια όλου του παιχνιδιού.
6. Γουιλτ Τσάμπερλεϊν-Μπιλ Ράσελ, 5ος τελικός ανατολής 1967
Το σενάριο μέχρι τότε ήταν γνωστό και μάλλον μονότονο: Ο Γουιλτ παρήγαγε τα νούμερα, ο Μπιλ έπαιζε την άμυνα και στο τέλος νικούσε. Αλλά το 1967, οι Σίξερς δεν επρόκειτο να σταματήσουν πουθενά. Παρά τη νίκη των Σέλτικς στον 4ο αγώνα και τις προσπάθειές τους στον 5ο, η ομάδα της Φιλαδέλφειας ήταν too good: 140-116 το αποτέλεσμα του τελευταίου μεταξύ τους αγώνα, με τον Τσάμπερλεϊν να πραγματοποιεί ένα από τα κορυφαία παιχνίδια όλων των εποχών: 29 πόντοι (10/16 σουτ), 36 ριμπάουντ, 13 ασίστ, έναντι μόλις 4 πόντων (2/7 σουτ), 21 ριμπάουντ και 6 ασίστ του μεγάλου του αντιπάλου. Ο Γουιλτ είχε μέσο όρο τριπλ νταμπλ κατά τη διάρκεια της σειράς.
5. Λάρι Μπερντ-Τζούλιους Έρβινγκ, 1985
Ναι, ο Dr.J βάδιζε πλέον προς τα 35 του χρόνια και δε βρισκόταν στην κορυφή της καριέρας του. Αλλά παρέμενε ένας παίκτης των 20 πόντων, παίζοντας σε μια ομάδα που διεκδικούσε το πρωτάθλημα. Ως εκ τούτου, η συντριβή του από το Λάρι Μπερντ σε εκείνο το παιχνίδι το Νοέμβρη του ’84 είναι «legit». Σε τι μεταφράζεται το «συντριβή»; 42 πόντοι (17/23 σουτ) σε μόλις 30΄ για τον Μπερντ, 6 πόντοι (3/10 σουτ) για τον Ντοκ, ο οποίος στα τέλη της Γ΄ περιόδου εκνευρίζεται τόσο από την όλη κατάσταση (συν το trash talking του Μπερντ, που του «έλεγε το σκορ»), ώστε χάνει τη συνήθη ψυχραιμία του, βουτά τον Μπερντ απ’το λαιμό, οι δυο τους πιάνονται στα χέρια και ακολουθεί συμπλοκή μεταξύ των δυο ομάδων. Οι δυο αρχικοί πρωταγωνιστές αποβάλλονται. Μάλλον ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ελπίσει ο Έρβινγκ σε εκείνο το παιχνίδι.
4. Πιτ Μάραβιτς-Γουολτ Φρέιζιερ, 1977
Το ρεκόρ καριέρας του σε πόντους (68, δηλαδή 17 περισσότερους απ’το προηγούμενο), ο «Πίστολ Πιτ» το πέτυχε εναντίον των Νικς και του Γουολτ Φρέιζιερ, ο οποίος αποτελούσε ακόμη ένα σπουδαίο όνομα και βεβαίως ήταν γνωστός για την καλή του άμυνα. Αλλά σε εκείνο τον αγώνα, δεν έπιανε καμιά άμυνα το σόουμαν της Γιούτα: Είχε ήδη σκοράρει 31 στο ημίχρονο (μαζί με 5 ασίστ), με σουτ από διάφορες αποστάσεις, ενώ στο δεύτερο προσέθεσε άλλους 37 και θα είχε φτάσει τους 70 αν στην εποχή του υπήρχαν τρίποντα ή, πιο ρεαλιστικά, αν δεν είχε χρεωθεί με ένα αμφισβητήσιμο επιθετικό φάουλ τη στιγμή που πετύχαινε ένα καλάθι το οποίο δε μέτρησε. Το μόνο που γλιτώνει το Φρέιζιερ από μια ακόμη υψηλότερη κατάταξη είναι ότι δεν έπαιξε πάνω από ένα 20λεπτο στο συγκεκριμένο αγώνα. Βεβαίως, αν έπαιζε καλύτερα, θα είχε και περισσότερη συμμετοχή.
3. Γουιλτ Τσάμπερλεϊν- Γουολτ Μπέλαμι, 1962
Ο Γουιλτ Τσάμπερλεϊν είχε τη συνήθεια να «κακομεταχειρίζεται» προβεβλημένους ρούκι οι οποίοι έδειχναν ότι μπορούν να αποτελέσουν απειλή για τον ίδιο. Ο Γουολτ Μπέλαμι, ο οποίος, αν και πρωτοεμφανιζόμενος, είχε στα πρώτα 13 παιχνίδια του 28,5 πόντους και πάνω από 15 ριμπάουντ μ.ό, υπήρξε αναμφίβολα ένας πολλά υποσχόμενος παίκτης, τον οποίο πολλοί είδαν σαν ένα μεγάλο αντίπαλο του Big Dipper. Ώσπου ήρθε η μεταξύ τους πρώτη κόντρα. Πριν την έναρξη του αγώνα, ο Γουιλτ του γνωστοποιεί τις προθέσεις του: «Ξέρω πολύ καλά ποιος διάολο είσαι, ρούκι, αλλά σου το λέω, δεν πρόκειται να σκοράρεις ούτε πόντο εναντίον μου. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται να πάρεις ούτε σουτ που να φτάσει στη στεφάνη». Στο πρώτο ημίχρονο, ο Μπέλαμι μένει άποντος, ενώ δέχεται 8 τάπες…Στο δεύτερο, ο Γουιλτ τον «λυπάται» και τελικώς ο Μπέλαμι τελειώνει με 14 πόντους (το δεύτερο κατώτερο νούμερό του σε όλη τη σεζόν), τους περισσότερους από φόλοου όταν το παιχνίδι είχε ουσιαστικά κριθεί. Ο Γουιλτ τελειώνει τον αγώνα με 51 πόντους, 16 ριμπάουντ και τουλάχιστον 8 τάπες.
2. Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ-Μπιλ Γουόλτον, 1975
«Το καλωσόρισμα Νο2». Αυτή τη φορά, ο αφιλόξενος οικοδεσπότης ήταν ο Καρίμ και ο ρούκι-θύμα ο Μπιλ Γουόλτον, ο νεαρός φερόμενος ως σέντερ-θαύμα, ο συνεχιστής της δυναστείας του UCLA και επίδοξο αντίπαλο δέος του Τζαμπάρ. Η πρώτη τους όμως κόντρα αναδεικνύεται στο απόλυτο καψώνι για το σέντερ του Πόρτλαντ: Μόλις 7 πόντοι και 7 ριμπάουντ ο απολογισμός του, την ίδια ώρα που ο Καρίμ πραγματοποιούσε μια από τις επιβλητικότερες στατιστικές γραμμές στην ιστορία του ΝΒΑ: 50 πόντοι, 15 ριμπάουντ, 11 ασίστ, 3 τάπες! Τι κρατά τη συγκεκριμένη συντριβή εκτός Νο1; Τρεις παράγοντες: Ο Γουόλτον δεν ήταν τότε εξίσου μεγάλο όνομα με το #1 θύμα, ενώ είναι άγνωστο τόσο αν βρισκόταν σε καλή κατάσταση υγείας (έχασε πολλά παιχνίδια και ως ρούκι) όσο κι αν έπαιξε πολλά λεπτά ή όχι.
Κάτι που μας οδηγεί στο…
1. Λάρι Μπερντ-Ντομινίκ Γουίλκινς, 1990
Οι μεταξύ τους κόντρες είναι που έχουν μείνει στην ιστορία, αλλά, όσο κι αν ο Μπερντ συνήθως έβγαινε νικητής, ούτε ο πιο αισιόδοξος οπαδός του θα περίμενε ότι θα σημείωνε ποτέ μια τόσο συνθλιπτική νίκη επί του αντιπάλου του όσο σε εκείνο το παιχνίδι, ιδίως σε εκείνη την περίοδο. Γιατί; Διότι ο Μπερντ όχι μόνο είχε ήδη κλείσει τα 33 του (ο Ντομινίκ δεν είχε κλείσει τα 29 του ακόμη), αλλά και γιατί προερχόταν από εγχείρηση στη μέση του, η οποία τον είχε αφήσει εκτός για σχεδόν ολόκληρη την προηγούμενη χρονιά. Και μιλούμε για αρχή της σεζόν, την περίοδο όπου πολλοί μπαίνουν λίγο σκουριασμένοι (κάτι που αποτελεί τη μοναδική δικαιολογία του Νικ, ο οποίος ξεκίνησε μέτρια τη σεζόν). Αυτή τη φορά δε θα αποκαλύψουμε αμέσως τι έκανε ο ένας και τι ο άλλος. Αλλά θα σας δείξουμε το boxscore. Οι φανατικοί του Ντομινίκ ας κοιτάξουν αλλού. No, really.
http://www.basketball-reference.com/boxsco...8911100BOS.html