Λοιπόν,τις τελευταίες μέρες ακούω κάτι σκέψεις για τα επεισόδια ότι μπορεί να ήταν στημένα.Γενικά,αυτές οι ιστορίες δε μου άρεσαν ποτέ,αυτές οι σκευωρίες και τα σενάρια.Θα παραθέσω όμως μια ιστορία ενός δημοσιογράφου...
Ο καθένας μπορεί να πιστέψει ότι θέλει...
Ο Θείος και τα Αδέρφια: μια ιστορία από το Fal Iro!Ας αφήσουμε λίγο την αθλητική επικαιρότητα. Ας σας πω σήμερα ένα παραμύθι από την Άγρια Δύση. Κάποτε, λοιπόν, στη χρυσή εποχή των ράντζων, των καουμπόις και των σαλούν, στην πόλη Fal Iro, υπήρχε ένας επιχειρηματίας που είχε στην κατοχή του δύο χρυσοφόρα σαλούν. Το ένα απέναντι από το άλλο. Κάποια στιγμή, βαρέθηκε όμως.
Και αποφάσισε να αφήσει το δεύτερο σαλούν, το πιο μικρό. Δε το έκανε όμως όπως θα το έκανε ένας επιχειρηματίας της σύγχρονης εποχής, αλλά με κανόνες Far West. Άρχισε να διώχνει το καλό προσωπικό και να φέρνει… άσχετους, στη συνέχεια το μετέφερε κάπου έξω από την πόλη σε μία τρύπα και πήρε έναν σερβιτόρο του και τον έκανε πιανίστα – σερβιτόρο.
Ήταν δεδομένο ότι το μαγαζί θα ρήμαζε αν δε βρίσκονταν δύο πλούσια αδέρφια να βάλουν χρήματα για να το σώσουν. Στην αρχή, το μαγαζί το είχαν μαζί με τον θείο που το είχε παλιά, στο μέλλον το πήραν όλο δικό τους. Πάλευαν μεγάλο διάστημα να το κάνουν και πάλι πρώτο. Γύρισαν το μαγαζί στην παλιά του θέση, έφερναν προσωπικό πολυτελείας και περίμεναν να πιάσουν και πάλι την παλιά κορυφή.
Στο άλλο σαλούν, το μεγάλο, αυτό που είχε ακόμη δικό του ο πρεσβύτερος επιχειρηματίας τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά… Ο θείος είχε αρχίσει να το βαριέται και αυτό. Σταμάτησε να φέρνει καλό προσωπικό και κάποια στιγμή το πήρε απόφαση. Εγώ λεφτά εδώ μέσα δε ξαναβάζω. Το διέδωσε στην πόλη και περίμενε να «τσιμπήσει» κάποιος, να βάλει τα ωραία του δολάρια ή έστω κάποιες ράβδους χρυσού.
Ο καιρός περνούσε, κάποιοι ενδιαφέρθηκαν, όταν όμως άκουγαν τις απαιτήσεις του θείου, έστριβαν. Τότε ο θείος θυμήθηκε τα αδέρφια. Γιατί να μην βάλουν πάλι αυτοί τα φράγκα τους στο μεγάλο σαλούν; Έστειλε ανθρώπους στο μικρό σαλούν, να δουν τις προθέσεις των πιτσιρικάδων. Έφαγαν πόρτα. Τα αδέρφια γούσταραν το δικό τους το σαλούν και δεν είχαν καμία όρεξη να ξαναμπλέξουν με τον θείο στο άλλο μαγαζί.
Ο θείος στεναχωρήθηκε. Τα αδερφάκια ήταν φιλέτο και μεγάλη ευκαιρία. Άρχισε να σκέφτεται τρόπους να τους πιέσει. Τότε, μια ιδέα έλαμψε στο μυαλό του. Και γιατί να μη στείλω κάποια πρωτοπαλίκαρα από το ράντζο μου να τα κάνουν όλα λαμπόγυαλο;
Το κόλπο στήθηκε μια Κυριακή. Το μικρό σαλούν είχε συνήθως κόσμο, όχι πολύ αλλά ήρεμο. Εκείνη την Κυριακή, γέμισε με τα πρωτοπαλίκαρα του θείου που είχαν έρθει με το σκοπό τους. Έδερναν όσους φιλήσυχους κάθονταν και έπιναν το ποτό τους και έπαιρναν τη θέση τους. Ξαφνικά το σαλούν σχεδόν από άκρη σε άκρη ήταν γεμάτο με τύπους έτοιμους για φασαρία. Μύριζε μπαρούτι. Όταν πέρασε από έξω ο σερίφης, η ευκαιρία ήταν μεγάλη. Άρχισε ο καυγάς. Τους χώρισαν και μία και δύο και τρεις φορές, αυτοί όμως συνέχιζαν. Και δε θα έφευγαν μέχρι το μαγαζί να γίνει λαμπόγυαλο. Αργά το βράδυ, το μικρό σαλούν έμοιαζε διαλυμένο και τα δύο αδέρφια ήταν έτοιμα να σκάσουν.
Την επόμενη, δύο εφημερίδες «φίλα προσκείμενες» στον θείο, έγραφαν: «Έτοιμοι να τα παρατήσουν οι αδερφοί Σμιθ από το μικρό σαλούν της πόλης. Ανοίγει ο δρόμος για το μεγάλο σαλούν;».
Ο θείος έβλεπε τα αποκαϊδια από το σαλούν το μικρό και χαμογελούσε. Δε μπορεί, σκεφτόταν, τώρα θα τα παρατήσουν και θα έρθουν στο μεγάλο να βάλουν τα ωραία λεφτάκια τους αυτοί, να παραμείνω στο… τζάμπα, πρώτη μούρη εγώ. Κι όμως… Οι… τρελοαδερφοί το σκέφτηκαν διαφορετικά. Αηδίασαν με τους ανθρώπους από το ράντζο του θείου και πείσμωσαν. Αποφάσισαν να κάνουν το μικρό σαλούν και πάλι παλατάκι. Και αυτή τη φορά, είχαν έναν πολύτιμο σύμμαχο: την εμπειρία.
Στο μεγάλο σαλούν, ψάχνουν ακόμη πιανίστα και σερβιτόρους και σε λίγες μέρες είναι τα εγκαίνια. Τζίφος.
Πηγή:
http://www.sportaction.gr/document.php?cat...ument_id=164152